Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Όνειρο στο κύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Όνειρο στο κύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Evgeni Dinev

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Ταυτίζεται ο αφηγητής με το συγγραφέα στο διήγημα αυτό; Στην απάντησή σας να σχολιάσετε τη φράση στο τέλος του διηγήματος (Δια την αντιγραφήν).

Ο Παπαδιαμάντης, όπως και κάθε συγγραφέας, σύμφωνα με τις θεωρίες αφηγηματολογίας δεν ταυτίζεται με τον αφηγητή του διηγήματος. Ο αφηγητής, όπως και κάθε στοιχείο του διηγήματος, είναι ένα δημιούργημα του συγγραφέα αλλά δεν πρέπει για κανένα λόγο να ταυτίζεται με τον ίδιο το συγγραφέα. Θα ήταν παράλογο, άλλωστε, να θεωρούμε πως ο Παπαδιαμάντης που έχει γράψει περισσότερα από 200 διηγήματα έχει αντλήσεις όλες αυτές τις ιστορίες από την προσωπική του ζωή και πως όλα όσα έχει γράψει αποτελούν προσωπικές του εμπειρίες. Μπορεί, βέβαια, ο συγγραφέας να εντάσσει στις ιστορίες του προσωπικές του σκέψεις ή και εμπειρίες, αλλά αυτό δε σημαίνει πως έχει ο ίδιος ζήσει καθετί που περιλαμβάνει στις ιστορίες του.
Χάρη στην επιμονή των αφηγηματολόγων οι σύγχρονοι συγγραφείς έχουν απαλλαγεί από την ταύτισή τους με τους αφηγητές των έργων τους και οι αναγνώστες πλέον κατανοούν πως ο αφηγητής είναι απλώς ένα δημιούργημα του συγγραφέα και όχι ο ίδιος ο συγγραφέας. Παλιότερα, όμως, οι συγγραφείς ήταν πάντοτε αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο οι αναγνώστες να τους ταυτίσουν με τους αφηγητές τους, γι’ αυτό και επιχειρούσαν με διάφορους τρόπους να αποστασιοποιηθούν από τους αφηγητές των ιστοριών τους. Ο Παπαδιαμάντης, για παράδειγμα, στο Όνειρο στο κύμα κλείνει το διήγημα του, δηλώνοντας πως ο ίδιος υπήρξε μόνο ο αντιγραφέας της ιστορίας. Σα να βρήκε δηλαδή κάπου την ιστορία αυτή γραμμένη από κάποιον άλλον, από τον ήρωα της ιστορίας, και ο ίδιος απλώς την αντέγραψε, τη μετέφερε στο χαρτί. Με τον τρόπο αυτό ο Παπαδιαμάντης δηλώνει στους αναγνώστες της εποχής του πως παρά τις τυχόν ομοιότητες που υπάρχουν με τη δική του ζωή, η ιστορία αυτή δεν είναι δική του. Από την άλλη, ο Καβάφης, θέλοντας να αποστασιοποιηθεί από τις σκέψεις που εκφράζονται στα ποιήματά του, φρόντιζε να μεταθέτει τη δράση στο μακρινό παρελθόν και παράλληλα δημιουργούσε πλαστά πρόσωπα στα οποία απέδιδε τις σκέψεις του. Για παράδειγμα στο ποίημα Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου∙ ποιητού εν Κομμαγηνή∙ 595 μ.Χ., το πετυχαίνει αυτό ήδη με τον τίτλο του ποιήματος, όπου αποδίδει τις σκέψεις και τα συναισθήματα των στίχων που ακολουθούν, σ’ έναν ποιητή που έζησε πολλά χρόνια πριν σ’ ένα μικρό κρατίδιο της Ασίας.

Ποια στοιχεία της αφήγησης δίνουν ερωτικό χαρακτήρα στο διήγημα;

«Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής·»
«Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως
«Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία
«Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ’ ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ’ όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...»
Το γεγονός ότι ο αφηγητής έχει έντονα συναισθήματα για την κοπέλα, επηρεάζει ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το περιστατικό της διάσωσής της, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διηγείται όσα συνέβησαν. Για τον νεαρό αφηγητή η Μοσχούλα δεν είναι απλώς μια κοπέλα που κινδυνεύει, είναι η αγαπημένη του που βρίσκεται σε κίνδυνο, είναι μια κοπέλα εξιδανικευμένη και λατρεμένη από τον αφηγητή. Γι’ αυτό και παρά την ειλικρινή διαβεβαίωσή του πως δεν είχε τίποτε το άνομο στη σκέψη του όταν έσπευδε να τη σώσει, δεν μπορεί παρά να βιώσει λεπτό προς λεπτό και με απίστευτη ένταση τη θέαση του γυμνού σώματος αλλά και την επαφή του με αυτό. Ο αφηγητής έχει την ευκαιρία να αγγίξει την κοπέλα που αγαπούσε κι αυτό τον συγκλονίζει.
Κάθε φορά που αναφέρεται στη Μοσχούλα και στην επαφή με το σώμα της ο λόγος του αφηγητή γίνεται λυρικός και περισσότερο εξυμνητικός παρά αφηγηματικός. Το σώμα της Μοσχούλας είναι όμορφο, απαλό, τρυφερό, ανάλαφρο, είναι ένα όνειρο, μία γοητεία. Ο αφηγητής ζει με πλήρη ένταση και με πλήρη αφύπνιση των αισθήσεών του την επαφή με το γυμνό σώμα της Μοσχούλας, κι ενώ πρόκειται για μια δραματική διαδικασία διάσωσης, ο ίδιος γεύεται στιγμή προς στιγμή το άγγιγμα, την επαφή και τη θέαση του κορμιού της κοπέλας. Ο ερωτικός χαρακτήρας επομένως προκύπτει από τον τρόπο που ο αφηγητής αντιλαμβάνεται τις στιγμές εκείνες, καθώς ενώ για τη Μοσχούλα είναι μια τραυματική εμπειρία που σχεδόν της κόστισε τη ζωή της, για τον αφηγητή είναι μια πολύτιμη επαφή με το όνειρο. Η κοπέλα που αγαπά, η κοπέλα που έχει εξιδανικεύσει στο μυαλό του, βρίσκεται τώρα γραπωμένη επάνω στο σώμα του, κι αυτό του προσφέρει μια ευχαρίστηση πρωτόγνωρη και εν τέλει ανεπανάληπτη.

Ποιο «δραματικό απρόοπτο» συμβαίνει στην ενότητα αυτή; Πώς επιδρά στην εξέλιξη της ιστορίας;

Το δραματικό απρόοπτο που συμβαίνει σ’ αυτήν την ενότητα είναι το βέλασμα της κατσίκας-Μοσχούλας, που θέτει σε κίνηση τον νεαρό και οδηγεί στον άμεσο κίνδυνο της κοπέλας-Μοσχούλας. Ο νεαρός μόλις ακούει το βέλασμα της κατσίκας του σπεύδει να τη σώσει, ανήσυχος για την ασφάλειά της, αλλά τότε η σκιά του γίνεται αντιληπτή από την κοπέλα, που έχοντας, πιθανότατα, ακούσει το βέλασμα γυρίζει προς τη μεριά του νεαρού. Παράλληλα, η Μοσχούλα βλέπει μια βάρκα να πλησιάζει και πανικοβάλλεται αδυνατεί πλέον να διατηρήσει τον εαυτό της στην επιφάνεια του νερού και βυθίζεται. Είναι πλέον προφανές πως κινδυνεύει να πνιγεί, γεγονός που αναγκάζει τον νεαρό βοσκό να δράσει αμέσως προκειμένου να τη σώσει: «Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.» Χάρη στο δραματικό απρόοπτο της ενότητας αυτής η δράση του διηγήματος οδηγείται σε μια κορύφωση που επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη και προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εξέλιξη της ιστορίας. Ο νεαρός βοσκός αφήνει κατά μέρος τους δισταγμούς του και συγχρόνως ξεχνά πλήρως την κατσίκα του για χάρη της οποίας είχε προηγουμένως αποκαλύψει την παρουσία του στην κοπέλα. Η διάσωση της Μοσχούλας-κοπέλας σημαίνει το τέλος της Μοσχούλας-κατσίκας.
Το απρόοπτο αυτό θα δώσει στον νεαρό την ευκαιρία να πέσει στη θάλασσα για να σώσει την αγαπημένη του και θα έρθει για πρώτη και μοναδική φορά σ’ επαφή με το γυμνό της σώμα. Η επαφή αυτή θα αποτελέσει την κορύφωση της ευτυχίας του νεαρού βοσκού, που θα ζήσει έτσι ένα όνειρο στο κύμα και παράλληλα θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις του για τη μελλοντική του ζωή, αλλά και το πώς θα βλέπει πλέον τις σχέσεις του με τις γυναίκες.

Ποιο είναι το «όνειρο στο κύμα» και ποια σημασία είχε για την υπόλοιπη ζωή του βοσκού;

Το όνειρο στο κύμα για τον νεαρό αφηγητή είναι η επαφή που έχει με την κοπέλα που αγαπά, τη στιγμή που προσπαθεί να τη σώσει. Ο αφηγητής όχι μόνο έχει την ευκαιρία να θαυμάσει το γυμνό σώμα της κοπέλας που αγαπά, έχει την ευκαιρία να την αισθανθεί να δένεται πάνω του, καθώς εκείνος είναι ο άνθρωπος που της σώζει τη ζωή. Ο νεαρός που δεν έχει το θάρρος τόσο καιρό να πλησιάσει τη Μοσχούλα και που δεν μπορεί ούτε στον εαυτό του να παραδεχτεί τι αισθάνεται για εκείνη, τώρα σπεύδει να τη σώσει από βέβαιο πνιγμό. Ο νεαρός βοσκός παίρνει στο χέρια του τη λιπόθυμη κοπέλα και τη μεταφέρει με ασφάλεια στην ακτή. Δεν μας περιγράφει τι συνέβη όταν έφτασαν στην ακτή ούτε τι ειπώθηκε μεταξύ τους, μένει μόνο στο γεγονός της διάσωσης, στην ιδιαίτερη αυτή επαφή που είχε μαζί της, μιας και αυτή η επαφή αποτελεί το εξιδανικευμένο όνειρο που τον ακολουθεί σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Ο νεαρός δεν γνώρισε ποτέ ξανά κάποια κοπέλα για την οποία να αισθάνθηκε τόσο δυνατά συναισθήματα έρωτα, με αποτέλεσμα η πλατωνική αυτή επαφή με τη Μοσχούλα να αποτελεί για εκείνον την ευτυχέστερη στιγμή της ζωής του. Οι ερωτικές επαφές που είχε στην πορεία δεν κατόρθωσαν ποτέ να τον αγγίξουν στο βαθμό που τον επηρέασε η φευγαλέα αυτή επαφή με τη Μοσχούλα. Ο νεαρός από κι έπειτα είχε μόνο ευκαιριακές σχέσεις, αλλά ποτέ δεν ερωτεύτηκε και ποτέ δεν αγάπησε κάποια άλλη γυναίκα, όπως αγάπησε την όμορφη κοπέλα στο νησί του. Σταδιακά η αθωότητα και η αγνότητα που χαρακτήριζε την επαφή του με τη Μοσχούλα χάθηκε, αλλά μαζί χάθηκε και η βαθιά ικανοποίηση που γνώρισε όταν για μια και μοναδική φορά ένιωσε επάνω του το γυμνό σώμα της Μοσχούλας.
Η ανάμνηση της επαφής με το γυμνό κορμί της κοπέλας στάθηκε εξαιρετικά σημαντική για τον νεαρό, μιας και τον απέτρεψε από το να αφοσιωθεί στη λατρεία του Θεού, τον απέτρεψε δηλαδή από το να γίνει μοναχός. Αλλά, τώρα πια ο αφηγητής κατανοεί πως θα ήταν προτιμότερο εξαιτίας της επαφής αυτής να είχε γίνει μοναχός, εφόσον η επαφή αυτή δεν του επέτρεψε ποτέ πια να γνωρίσει έναν αντίστοιχα δυνατό και ουσιώδη έρωτα. Η επαφή του με τις γυναίκες παρέμεινε πλέον εντελώς σαρκική και δεν έφτασε ξανά στο επίπεδο του εξιδανικευμένου έρωτα. Η ανάμνηση εκείνης της αίσθησης που του είχε χαρίσει το σώμα της Μοσχούλας, της βαθιάς ικανοποίησης και ευτυχίας, στάθηκε το μέτρο που καταδίκασε τις επόμενες σχέσεις στη ζωή του, γεγονός που σημαίνει πως θα ήταν σαφώς καλύτερο να είχε κρατήσει στη σκέψη του την αγνή επαφή με τη Μοσχούλα, ως κάτι το ιδανικό και να είχε ακολουθήσει τη μοναστική ζωή.

Ποιος είναι ο ρόλος της αίγας Μοσχούλας στο διήγημα; Τι συμβολίζει το «σχοίνιασμα» της;

Η Μοσχούλα-κατσίκα υποκαθιστά ως ένα σημείο στο διήγημα τη Μοσχούλα-κοπέλα, μιας κι ο αφηγητής δεν έχει το θάρρος να προσεγγίσει την κοπέλα, ούτε βέβαια το θάρρος να παραδεχτεί τα αισθήματα που έχει γι’ αυτή, οπότε μεταφέρει τα θετικά του συναισθήματα στη μικρή κατσίκα. Επιπλέον, χάρη στην ομωνυμία ανάμεσα στην κοπέλα και την κατσίκα, η κατσίκα-Μοσχούλα αποτελεί την αφορμή για την πρώτη επικοινωνία ανάμεσα στον αφηγητή και την κοπέλα.
Στην κορύφωση του διηγήματος, το βέλασμα της κατσίκας προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, καθώς ο νεαρός που ξεκινά για να τη σώσει, γίνεται αντιληπτός από την κοπέλα, η οποία πανικοβάλλεται, με συνέπεια να κινδυνέψει η ζωή της. Η απειλή για τη ζωή της κατσίκας-Μοσχούλας, επομένως, συμβάλει στην πρόκληση απειλής για τη ζωή της κοπέλας-Μοσχούλας, κι αυτό επισφραγίζει το τέλος της κατσίκας, μιας και ο νεαρός που καλείται να επιλέξει ανάμεσα στις δύο, επιλέγει τελικά την κοπέλα.
Το πνίξιμο της κατσίκας με το κοντό σχοινί που την είχε δέσει ο αφηγητής, συμβολίζει τελικά τα στενά όρια στα οποία κινείται το όνειρο του νεαρού. Η διάσωση της κοπέλας, το όνειρο στο κύμα, δε διαρκεί παρά ελάχιστες στιγμές κι αμέσως τελειώνει. Μαζί, με το τέλος της κατσίκας έρχεται και το τέλος του ονείρου, καθώς ο αφηγητής έχασε σταδιακά κάθε επαφή με την κοπέλα και εν τέλει κάθε ενδιαφέρον για εκείνη.
Τα στενά όρια ελευθερίας που άφησε ο αφηγητής στην κατσίκα του, με το κοντό σχοινί που την έδεσε, επανέρχονται διαρκώς στο διήγημα, καθώς ο ίδιος ο αφηγητής σύντομα θα βρεθεί περιορισμένος στα στενά όρια που θα του επιβάλλει το αφεντικό του κι αυτή η σκέψη θα διατυπωθεί τόσο στην αρχή του διηγήματος όσο και στο κλείσιμό του. Ο αφηγητής αισθάνεται να πνίγεται πλέον, μιας και η ελευθερία που είχε όταν ήταν ακόμη έφηβος αποτελεί πια μακρινό παρελθόν.

Να περιγράψετε τον ήρωα του διηγήματος: το χαρακτήρα, τις στάσεις και τις αντιδράσεις του, τις ηθικές και θρησκευτικές αρχές του.

Ο ήρωας του διηγήματος παρουσιάζεται εξελικτικά από την ανέμελη εφηβεία του έως τη γεμάτη υποχρεώσεις και απογοητεύσεις ενήλικη ζωή του. Παρακολουθούμε το νεαρό να περνά από τη χαρά και την αθωότητα των εφηβικών χρόνων, στα γεμάτα καταπίεση και κυνικότητα χρόνια της ενήλικης ζωής.
Ο έφηβος σε πλήρη επαφή με το φυσικό του περιβάλλον, παρά το γεγονός ότι είναι φτωχός και ο πενιχρός μισθός που λαμβάνει από την Ιερά Μονή δεν επαρκεί για την επιβίωσή του, εφευρίσκει τρόπους να καλύπτει τις ανάγκες του, χωρίς ποτέ να χάνει το κυρίαρχο ευδαιμονικό συναίσθημα που του προσφέρει η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας. Ο νεαρός τρώει φρούτα από τα γύρω κτήματα, μη έχοντας κατά νου την έννοια της κλοπής ή της αμαρτίας, θέτοντας σε εφαρμογή, χωρίς να το γνωρίζει, τις διατάξεις του Δευτερονομίου.
Ο έφηβος ήρωας απολαμβάνει την ελευθερία του, φροντίζει με αγάπη το κοπάδι του και -χωρίς να το παραδέχεται απόλυτα- είναι ερωτευμένος με τη Μοσχούλα, γεγονός που διανθίζει την καθημερινότητά του με μια γλυκιά έγνοια. Ο νεαρός, βέβαια, δεν τολμά να φανερώσει στην κοπέλα τα συναισθήματά του, μιας και δεν έχει καν το θάρρος να της μιλήσει. Προτιμά να την παρακολουθεί και να τη θαυμάζει από μακριά, έχοντας ως παρηγοριά για την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ τους, τη μικρή κατσίκα που την ονομάζει Μοσχούλα.
Το μοναδικό σημείο στο οποίο θα δοκιμαστούν πραγματικά ο χαρακτήρας και οι αρχές του εφήβου είναι όταν θα βρεθεί άθελά του κοντά στο σημείο που κολυμπά η Μοσχούλα. Ο νεαρός θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να απομακρυνθεί από εκεί, ώστε αφενός να μην τρομάξει την κοπέλα κι αφετέρου να μη θεωρηθεί ότι βρέθηκε εκεί σκόπιμα και τιμωρηθεί. Παρά το γεγονός, όμως, ότι ο νεαρός ήρωας γνωρίζει πως δεν είναι σωστό να παρακολουθεί την κοπέλα και παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις του πάτερ Σισώη και του πνευματικού του μοναστηριού ότι θα πρέπει να αποφεύγει τον γυναικείο πειρασμό, η επιθυμία του να θαυμάσει το γυμνό της σώμα, θα υπερνικήσει τις ηθικές του αναστολές.
Η σωτηρία της κοπέλας θα αναδείξει την αποφασιστικότητα του νεαρού και παράλληλα θα αποκαλύψει την αγνότητα των συναισθημάτων του, καθώς όπως μας διαβεβαιώνει, παρόλο που ένιωθε επάνω του το γυμνό της σώμα, καμία ιδιοτελή σκέψη δε υπήρχε στο μυαλό του. Το μόνο που ήθελε ήταν να σώσει την αγαπημένη του.
Η επαφή με τον πειρασμό, η πλατωνική αυτή επαφή με τη Μοσχούλα, θα αποτελέσει βασικό λόγο για την απόφαση του νεαρού να μην επιλέξει το μοναστικό βίο και παράλληλα θα σταθεί ως μέτρο σύγκρισης για τις μελλοντικές του επαφές με γυναίκες. Έτσι, ο ήρωας της ιστορίας καθώς θα περνά στην ενήλικη ζωή, θα χάσει την αθώα θέαση του έρωτα και θ’ αποκτήσει μια κυνική στάση απέναντι στις γυναίκες, τις οποίες θα θεωρεί πλέον ως φορείς αμαρτίας.
Ο ευτυχισμένος νεαρός, με την αθωότητα και την ειλικρινή αγάπη, θα γίνει ένας καταπιεσμένος ενήλικας, με ενδόμυχο μίσος για το αφεντικό του, με απέχθεια για τη ζωή του στην Αθήνα και μια αρνητική εικόνα για τις γυναίκες. Η κάποτε ειλικρινής πίστη του στο χριστιανισμό και την εκκλησία, θα μετατραπεί σε μια εκ των έσω γνωριμία με τον κόσμο της θρησκείας, που θα τον απωθήσει και θα τον οδηγήσει να επιλέξει τη νομική (... κι έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!).
Ο ενήλικας ήρωας αντιλαμβάνεται πως η ζωή του θα ήταν καλύτερη αν δεν είχε περάσει μια πολυετή περίοδο σπουδών και δεν είχε γνωρίσει την πραγματική εικόνα του κόσμου. Λίγα «κολλυβογράμματα» ήταν αρκετά για τη σωτηρία της ψυχής του, μιας και θα μπορούσε να διατηρήσει ως ένα βαθμό την εφηβική αθωότητα στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα και δεν θα ερχόταν σ’ επαφή με την ανειλικρίνεια και την παρακμή των ανθρώπων.

Πώς εμφανίζεται το θέμα του έρωτα στο συγκεκριμένο διήγημα;

Ο Παπαδιαμάντης αντικρίζει, μέσα από τα μάτια ενός εφήβου, τον έρωτα με τη μαγεία της πλατωνικής αθωότητας. Ο νεαρός ήρωας είναι ερωτευμένος με τη Μοσχούλα, αλλά δεν τολμά να παραδεχτεί τα συναισθήματά του ούτε στον εαυτό του. Αρκείται στο να παρατηρεί την κοπέλα και να παρακολουθεί τις συνήθειές της, χωρίς να λαμβάνει την πρωτοβουλία της επικοινωνίας, γεγονός που μπορεί να οφείλεται και στη σαφή διάκριση που υπάρχει μεταξύ τους σε κοινωνικό επίπεδο. Ο φτωχός ήρωας γνωρίζει πως ο θείος της κοπέλας έχει πάρα πολλά χρήματα και κατανοεί ενδόμυχα πως ανάμεσα σε αυτόν και την κοπέλα υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα.
Ο νεαρός ήρωας θαυμάζει την ομορφιά της κοπέλας και εξιδανικεύει την παρουσία της, διατηρώντας μεταξύ τους τις αποστάσεις εκείνες που συντελούν στη συντήρηση του μυστηρίου για την προσωπικότητα του άλλου. Ο έρωτάς του για την κοπέλα θα παραμείνει ανολοκλήρωτος, πλατωνικός, χωρίς τη φθορά που επιφέρει η καθημερινή επαφή και η βαθύτερη γνωριμία. Η Μοσχούλα παραμένει έτσι για τον ήρωα μια μαγευτική παρουσία∙ την ποθεί και την αγαπά, αλλά δεν θα τολμήσει ποτέ να της εκμυστηρευτεί τον έρωτά του, επιτρέποντας έτσι στην εξιδανίκευσή της να διατηρηθεί για χρόνια.
Ο έρωτας θα απομυθοποιηθεί για τον ήρωα μόνο στα χρόνια της ενήλικης ζωής του, όταν απογοητευμένος από την απουσία της ιδιαίτερης εκείνης συναισθηματικής έλξης που αισθανόταν για τη Μοσχούλα, θα αρχίσει να θεωρεί τις γυναίκες ως φορείς αμαρτίας, κινούμενες μόνο από σκέψεις συμφέροντος και χωρίς καμία ιδιαίτερη αρετή, πέραν από το σωματικό τους κάλλος, το οποίο αξιοποιούν για να παρασύρουν τους άντρες. 

α) Είναι, κατά τη γνώμη σας, πρωτότυπη η ιστορία που διαβάσατε;  β) Ποια στοιχεία του παραμυθιού διακρίνατε στην ιστορία αυτή και ποια της καθημερινής πραγματικότητας;

Η ιστορία που μας διηγείται ο Παπαδιαμάντης παρά την απλότητά της, μας επιστρέφει σε μια ευδαιμονική εποχή αθωότητας, που είναι στις μέρες μας λησμονημένη. Η ιστορία αυτή δεν παρουσιάζει στοιχεία πρωτοτυπίας, υπό την έννοια πως αποτελεί στα βασικά της στοιχεία μια ιστορία αγάπης. Εντούτοις, το κλίμα της εφηβικής αγνότητας και το σκηνικό πλαίσιο ενός επίγειου παραδείσου, της προσδίδουν μια γοητεία που σπάνια συναντάμε σε σύγχρονα κείμενα.
Η τοποθέτηση της ιστορίας στην όμορφη Σκιάθο, με τα πανέμορφα τοπία, που παρουσιάζονται από τον Παπαδιαμάντη με αξεπέραστη ποιητικότητα, δημιουργούν έναν κόσμο σχεδόν παραμυθένιο, όπου κυριαρχούν η ομορφιά και η αθωότητα. Η αγνότητα του ήρωα και η σαγηνευτική παρουσίαση του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελούν την παραμυθένια διάσταση της ιστορίας. Ενώ, η απομυθοποιημένη θέαση του κόσμου από τον ενήλικα ήρωα, μας επαναφέρει στη σκληρότητα της πραγματικότητας που στερείται ουσιαστικής ευτυχίας και αγνότητας. Ο ενήλικας ήρωας αντικρίζει και αντιλαμβάνεται τη ζωή με όλα της τα ψεγάδια και την πίκρα που επιφυλάσσει, ωθώντας τον αναγνώστη στην κοινή διαπίστωση πως οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί από τις πραγματικές πηγές ευτυχίας κι αναλώνονται σε μια ζωή εξαπάτησης και μόχθου.

Πού έγκειται η ιδιομορφία της γλώσσας του Παπαδιαμάντη;

Ο Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του χρησιμοποιεί τόσο την καθαρεύουσα, όσο και τη δημοτική, δημιουργώντας ένα γλωσσικό κράμα. Η δημοτική γλώσσα, που ενισχύει την αίσθηση οικειότητας με τους ήρωες της ιστορίας, χρησιμοποιείται μόνο στα διαλογικά τμήματα των διηγημάτων, καθώς ο συγγραφέας υιοθετεί τη γλωσσική έκφραση των ανθρώπων της επαρχίας, αλλά και των απλών ανθρώπων της πόλης, οι οποίοι δεν θα χρησιμοποιούσαν ποτέ στην καθημερινότητά τους την καθαρεύουσα. Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται πως το να βάλει τους ήρωές του να μιλούν μια γλωσσική μορφή που δεν τη γνωρίζουν, θα μείωνε δραστικά την αληθοφάνεια του έργου του.
Σε ό,τι αφορά την καθαρεύουσα ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί μια πιο απλή και κατανοητή μορφή της για τα κυρίως αφηγηματικά μέρη του κειμένου, ενώ καταφεύγει σε μια πιο προσεγμένη μορφή της στα περιγραφικά μέρη, τα οποία έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στα διηγήματά του και στα οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η γοητεία που ασκούν στους αναγνώστες.
Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί πως η βαθιά γνώση των εκκλησιαστικών κειμένων που χαρακτηρίζει τον Παπαδιαμάντη, έχει ως αποτέλεσμα ο συγγραφέας να παραθέτει φράσεις ή και χωρία ολόκληρα από τα ιερά κείμενα του χριστιανισμού.

Στο κείμενο αυτό προβάλλεται το πάθος του συγγραφέα για τη θάλασσα. Τι συμβολίζει, κατά τη γνώμη σας, η θάλασσα στο διήγημα αυτό;

Το όνειρο στο κύμα είναι ένας ύμνος για την ομορφιά που κρύβεται στη ζωή κοντά στη φύση και για την ευτυχία που ενέχει η ζωή στην απλότητά της. Ο αφηγητής -όπως και ο συγγραφέας άλλωστε- αισθάνεται πως η ζωή στην Αθήνα είναι τελικά ένας αφύσικος εγκλωβισμός στα στενά όρια ενός γραφείου που δεν του προσφέρει τίποτε άλλο παρά δυστυχία. Ο αφηγητής, επομένως, αποζητά την ελευθερία του, την ελευθερία που ένιωθε όταν βρισκόταν στο νησί του, μακριά από περιττές και ανούσιες ευθύνες και υποχρεώσεις.
Η περιγραφή των συναισθημάτων που βιώνει ο νεαρός ήρωας όταν κολυμπά μας αποκαλύπτει την κατανυκτική επίδραση που του ασκεί η επαφή με τη θάλασσα. Αισθάνεται γλύκα και μαγεία ανείπωτη, νιώθει τον εαυτό του να είναι ένα με το κύμα, σα να μετέχει της ιδιαίτερης φύσης της θάλασσας. Διαπιστώνουμε, επομένως, πως ο αφηγητής θεωρεί πως μέσα στη θάλασσα εκπληρώνεται πλήρως η επιθυμία του να βρεθεί σε απόλυτη επαφή με τη φύση, και μάλιστα σε σημείο τέτοιο ώστε να αισθάνεται μια λυτρωτική ταύτιση με το φυσικό του περιβάλλον. Όπως στην αρχή του διηγήματος ο νεαρός εκφράζει την αίσθησή του ότι έχει μεγάλη συγγένεια με τους ανέμους του νησιού, έτσι κι εδώ τον βλέπουμε να βιώνει μια ευδαιμονική ένωση με τη θάλασσα. Στοιχεία που τονίζουν εμφατικά την ανάγκη του αφηγητή να βρίσκεται κοντά στη φύση για να αισθάνεται πραγματικά ευτυχισμένος.
Η θάλασσα είναι ο χώρος στον οποίο ο νεαρός αφηγητής μπορεί να βιώσει την ελευθερία του στην πληρότητά της, και λειτουργεί έτσι ως ένα σύμβολο της απόλυτα ελεύθερης ζωής. Η θάλασσα αποτελεί παράλληλα και το χώρο στον οποίο ο νεαρός αφηγητής ζει το όνειρό του, το όνειρο στο κύμα, προσφέροντας στον νεαρό ήρωα όχι μόνο την εξαγνιστική αίσθηση της ελευθερίας, αλλά και την ευκαιρία να εξισωθεί με την απρόσιτη Μοσχούλα, η οποία σε κοινωνικό επίπεδο βρίσκεται πολύ ψηλά για τα δεδομένα του νεαρού.

Είναι αληθοφανές το διήγημα αυτό; Θα μπορούσε, κατά την άποψή σας, µια τέτοια εμπειρία να δράσει καθοριστικά στο μέλλον ενός ανθρώπου;

Το διήγημα βασίζεται στη δύναμη της πρώτης αγάπης, της αγάπης εκείνης που θεμελιώνεται στην εξιδανίκευση του άλλου προσώπου και στον άδολο θαυμασμό του. Ο συγγραφέας, επομένως, κινείται σ’ ένα πλαίσιο κοινό λίγο-πολύ σε όλους τους ανθρώπους και παρουσιάζει την επίδραση που ασκεί στον ήρωά του ο πλατωνικός έρωτας για μια όμορφη κοπέλα.
Η επίδραση αυτού του έρωτα τόσο ως προς την απόφαση του νεαρού να μην ακολουθήσει μοναστική ζωή, όσο και ως προς την αρνητική αντιμετώπιση που αποκτά ο ήρωας απέναντι στις γυναίκες, που αδυνατούν να του προσφέρουν τη μαγευτική συναισθηματική ένωση που είχε με τη Μοσχούλα, είναι σαφώς πιθανή. Το ξύπνημα του ερωτικού πόθου που προκάλεσε στον ήρωα η θέαση του γυμνού σώματος της κοπέλας, όπως και η επαφή του σώματός της πάνω στο δικό του, όταν προσπαθούσε να τη σώσει, είναι λογικό να του δημιουργήσουν την πεποίθηση πως δεν θα μπορούσε να ζήσει ως μοναχός, μιας και θα επανέρχονταν διαρκώς στη σκέψη του οι ερωτικές μνήμες αυτής της εμπειρίας. Επιπλέον, τα συναισθήματα που ένιωσε ο ήρωας στα πλαίσια του πλατωνικού αυτού έρωτα, και τα οποία λειτούργησαν ακριβώς επειδή ο έρωτάς του παρέμεινε ανολοκλήρωτος, είναι λογικό να μην μπορεί να τα αισθανθεί με άλλες γυναίκες. Ιδίως από τη στιγμή που οι μελλοντικές του εμπειρίες αναφέρονται σε αγοραίους έρωτες (κυνέρωτες) και φυσικά στερούνται κάθε έννοια εξιδανίκευσης και θαυμασμού, όπως ο έρωτας που βίωσε ο ήρωας για τη Μοσχούλα.

Είναι γνωστές οι προσωνυμίες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως «κοσμοκαλόγερου», «αγίου των ελληνικών γραμμάτων» κλπ. Να μελετήσετε τα κείμενα του Παπαδιαμάντη που ανθολογούνται στα σχολικά εγχειρίδια (Γυμνασίου - Λυκείου) και να γράψετε ένα δοκίμιο περίπου 400 λέξεων  µε θέμα:
α) Η θρησκευτικότητα στο έργο του Παπαδιαμάντη ή β) Η γυναίκα στο έργο του Παπαδιαμάντη.

α) Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε πάντοτε αφοσιωμένος στη χριστιανική θρησκεία και η αφοσίωσή του αυτή είναι εμφανής στα διηγήματά του, τόσο από την επίδραση που ασκεί η χριστιανική πίστη στους ήρωές του όσο και μέσα από τις παραθέσεις χωρίων από θρησκευτικά κείμενα. Ο συγγραφέας αντικρίζει τον κόσμο ως πιστός χριστιανός, με αποτέλεσμα η θρησκεία να είναι διαρκώς παρούσα στο έργο του, όπως ακριβώς είναι συνεχώς παρούσα και στην προσωπική του ζωή.
Στο διήγημα Όνειρο στο κύμα ο ήρωας, που έχει πολλές αναλογίες με τον ίδιο τον συγγραφέα, αποκτά την εκπαίδευσή του χάρη στη βοήθεια των ιερωμένων του νησιού κι επιπλέον σκέφτεται πως θα ήθελε να ακολουθήσει μοναστική ζωή. Ο νεαρός ήρωας εργάζεται στα εφηβικά του χρόνια ως βοσκός για τη Μονή του Ευαγγελισμού κι έρχεται σε επαφή με τους ιερείς του ναού, οι οποίοι και του ενσταλάζουν κάποιες βασικές αρχές για τη θέαση του κόσμου. Όταν, για παράδειγμα, ο νεαρός συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται, άθελά του, στο σημείο όπου η Μοσχούλα κολυμπά γυμνή, φέρνει στη σκέψη του τα λόγια του πάτερ Σισώη και του πνευματικού της Μονής, παπά Γρηγόριου, ότι θα πρέπει να αποφεύγει πάντοτε τον γυναικείο πειρασμό. Το όνειρο στο κύμα, πάντως, όπως θα το βιώσει ο νεαρός, καθώς θα διασώζει την αγαπημένη του Μοσχούλα, θα τον επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα επιλέξει τελικά να μη γίνει μοναχός.
Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη, βέβαια, δεν έχουν πάντοτε τόσο άμεση σχέση με την εκκλησία και τη θρησκεία, αλλά σε κάθε περίπτωση διαπιστώνουμε ότι στις δύσκολες στιγμές τους θυμούνται την πίστη τους και στρέφονται προς την εκκλησία για να βρουν παρηγοριά ή σωτηρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό είναι το διήγημα Η Φόνισσα, στο οποίο βρίσκουμε μια γυναίκα απηυδισμένη με την καταπίεση που βιώνουν διαρκώς οι γυναίκες, να προχωρά στην κατά συρροή δολοφονία μικρών κοριτσιών, για να τα γλιτώσει από την άσχημη ζωή που τα περιμένει. Η ηρωίδα του διηγήματος, η Φραγκογιαννού, μετά τον πνιγμό της εγγονής της, που αποτελεί τον πρώτο φόνο που διαπράττει, πηγαίνει στον Αϊ-Γιάννη τον κρυφό και του ζητά την ευκαιρία να πράξει μια καλή πράξη, για να γαληνέψει η ψυχή της. Τα δυο κοριτσάκια που θα βρει αφύλακτα στο δρόμο της -και τα οποία θα αποτελέσουν τα επόμενα θύματά της- θα εκληφθούν από την ηρωίδα ως σημάδι από τον άγιο πως η φονική της δράση είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Η ηρωίδα ερμηνεύει όπως εκείνη θέλει τις πράξεις της, θεωρώντας πως ουσιαστικά προσφέρει θεάρεστο έργο, γι’ αυτό και στο τέλος του διηγήματος όταν θα καταδιώκεται από τις αρχές θα επιχειρήσει να φτάσει στον Άγιο Σώστη για να γλιτώσει και θα βρει έτσι το θάνατο μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
Άλλοτε, η θρησκεία διατρέχει την εξέλιξη του κειμένου ως απλή αφορμή των διαδραματιζόμενων, όπως συμβαίνει στο διήγημα Ο Αλιβάνιστος, όπου οι ήρωες συγκεντρώνονται σ’ ένα απομακρυσμένο εκκλησάκι για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία της ανάστασης. Παρατηρούμε, επομένως, πως οι ήρωες του Παπαδιαμάντη διατηρούν πάντοτε μια σχέση με τη θρησκεία, έστω κι αν η επαφή τους αυτή με τη χριστιανική πίστη δεν επηρεάζει την εξέλιξη των γεγονότων.

β) Η γυναίκα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη διατηρεί κεντρικό ρόλο, αλλά παρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την ηλικία της. Οι νεαρές και ανύπαντρες γυναίκες δίνονται από τον συγγραφέα ως εξαιρετικά όμορφες και με την παρουσία τους δημιουργούν μεγάλη αναστάτωση στους νεαρούς που τις διεκδικούν, συνήθως, όμως, χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ, οι μεγαλύτερες γυναίκες είναι πάντοτε βασανισμένες από τη ζωή, με πολλές πίκρες και προβλήματα, γεγονός που κάποτε τις ωθεί σε απρόσμενες συμπεριφορές.
Η Μοσχούλα στο Όνειρο στο κύμα αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα για το πώς αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας τον γυναικείο πειρασμό. Η ηρωίδα παρουσιάζεται με ποιητικότητα από τον αφηγητή, ο οποίος δεν μπορεί παρά να αισθανθεί ανεξέλεγκτη έλξη για την γοητευτική, αλλά απρόσιτη αυτή κοπέλα. Η προσωπικότητα της ηρωίδας δεν μας αποκαλύπτεται όμως, καθώς την παρατηρούμε μόνο μέσα από τα μάτια του ερωτευμένου αφηγητή, που αρκείται να τη θαυμάζει, χωρίς να αποκτά ποτέ μια ουσιαστική επαφή μαζί της. Έτσι, η απομυθοποίηση της κοπέλας που επιχειρείται από τον αφηγητή στο τέλος του διηγήματος, λειτουργεί κυρίως ως επικύρωση της προβληματικής ψυχοσύνθεσης του ήρωα και όχι ως πραγματική μομφή για την ηρωίδα.
Ένα χαρακτηριστικό, παράδειγμα, για το πώς αντιλαμβάνεται ο Παπαδιαμάντης τις παντρεμένες γυναίκες, βρίσκουμε στο διήγημα Πατέρα στο σπίτι, όπου η Γιαννούλα, η ηρωίδα του κειμένου, αποκτά πέντε παιδιά με τον τεμπέλη και μέθυσο Μανώλη, μόνο και μόνο για να βρεθεί εγκλωβισμένη σε μια ζωή πλήρους εξαθλίωσης. Η Γιαννούλα θα εκτεθεί στα μάτια της γειτονιάς από τις επισκέψεις του ευκατάστατου κουμπάρου του ζευγαριού, τον οποίο δέχεται μη έχοντας τρόπο να τον απομακρύνει, αλλά και γιατί χρειάζεται τα δώρα που φέρνει σε κάθε του επίσκεψη και ο ζηλιάρης Μανώλης θα βρει την κατάλληλη ευκαιρία να εγκαταλείψει την οικογένειά του και να γυρίσει σε μια παλιά ερωμένη του.
Η γνωστότερη, πάντως, ηρωίδα του Παπαδιαμάντη είναι η φόνισσα, η Φραγκογιαννού, η οποία με τις δολοφονίες των μικρών κοριτσιών αναδεικνύει ένα σημαντικό κοινωνικό ζήτημα της εποχής, τη δυσμενή θέση των γυναικών. Οι γυναίκες στα χρόνια του συγγραφέα αναγκάζονταν να εργάζονται αδιάκοπα σε ολόκληρη τη ζωή τους και να υπομένουν κάθε πιθανή ταλαιπωρία προκειμένου να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Στην παιδική τους ηλικία δουλεύουν για τους γονείς τους, όταν παντρευτούν δουλεύουν για τον άντρα τους, κι όταν τα παιδιά τους αποκτήσουν δικά τους παιδιά δουλεύουν για το μεγάλωμα των εγγονιών τους. Μια ζωή γεμάτη μόχθο, χωρίς ποτέ να αποκτούν ισότιμη θέση με τους άντρες και χωρίς ποτέ η διαρκής θυσία τους να αναγνωρίζει από κανέναν. Οι γυναίκες γεννιούνται για να δουλεύουν αδιάκοπα κι αυτό θεωρείται από την κοινωνία δεδομένο και αδιαπραγμάτευτο. 

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jim Chamberlain

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Ποια στοιχεία «ειδυλλιακά» (βουκολικά, ποιμενικά) μπορείτε να επισημάνετε στην ενότητα αυτή;

Είναι γνωστό ότι πρωταγωνιστής του ποιμενικού ειδυλλίου είναι ο βοσκός που ζει ανέμελος με το κοπάδι του, δεν αγωνιά ιδιαίτερα για τη διαβίωση ή επιβίωσή του, και κοπιάζει τόσο, όσο για να έχει τον απαραίτητο χρόνο να χαρεί τις βασικές αρχές της ζωής. Ο βοσκός του Παπαδιαμάντη ζει, βέβαια, σε ορισμένο χωρόχρονο, στη Σκιάθο του 19ου κυρίως αιώνα, άρα δεν παρουσιάζεται ως άχρονη εξιδανικευμένη παρουσία, αλλά ως συγκεκριμένος τύπος. [...]
Το δίλημμα του βοσκού να επιλέξει ανάμεσα στη σωτηρία του ποιμνίου του και στη σωτηρία του συνανθρώπου επανέρχεται με ειρωνικό τρόπο στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα» (1900). Το διήγημα αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι παρέχει δύο σειρές αντιθέσεων. Η μία είναι συγχρονική: ο νέος βοσκός με την ελευθερία του, την απλότητα, την αυτάρκεια, την απραγματοσύνη και την έλλειψη φιλοδοξίας αντιπαρατίθεται στον ιδιότροπο κυρ Μόσχο που ζει στην εξοχή, μετά από «επιχειρήσεις και ταξίδια».... αλλά αφού πρώτα μεταφέρει στο παραδεισένιο τοπίο το νόμο και τις συνήθειες της πόλης (ιδιοκτησία, περιτειχισμός, «χωριστόν... βασίλειον...).
Η άλλη αντίθεση είναι διαχρονική και αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ του νεαρού βοσκού και του εαυτού του ως ώριμου δικηγόρου. Ο νεαρός βοσκός είναι «φυσικός άνθρωπος», χαίρεται την ελευθερία του στην πανέμορφη φύση και την ησυχία του, ζει με αυτάρκεια από το μικρό επιμίσθιο που του δίνει το μοναστήρι για τη φύλαξη του κοπαδιού και από το κορφολόγημα του γεωργικού μόχθου των άλλων. Ο ίδιος, ως δικηγόρος, υπηρετεί τον νόμο, προφανώς αναγκάζεται να ψευδολογεί, αισθάνεται έγκλειστος και παγιδευμένος στο γραφείο του με «θέσιν οιονεί αυλικού»..., έχει το αίσθημα του ανικανοποίητου και αντιπαθεί τον εργοδότη του. Κατά συνέπεια το «Όνειρο στο κύμα» τοποθετεί την Χρυσή Εποχή σε κάποια πρώιμη εποχή του ανθρώπινου γένους (Αρκαδία), όσο και στην αρχή της ζωής κάθε ανθρώπου (Εδέμ). Από τη μια πλευρά ο βοσκός (ο άνθρωπος ως τύπος) και από την άλλη το παιδί (ο άνθρωπος ως άτομο). Στο διήγημα αυτό οι δύο αυτές εκδοχές του ειδυλλιακού / ποιμενικού δένονται αξεδιάλυτα.
Ο συνδυασμός των δύο ειδυλλίων που μοιάζει να ισχυροποιεί την έννοια του ποιμενικού (όχι μόνο αμέριμνος βοσκός, αλλά και αθώος νέος), στην πραγματικότητα προξενεί προβλήματα που οφείλονται αρχικά στη διαφορετική προοπτική από την οποία προσεγγίζεται η έννοια του ποιμενικού. Και αυτό φαίνεται από την αμφισημία ορισμένων λέξεων: Τι σημαίνει π.χ. «φυσικός άνθρωπος»...; Στο κλασικό ειδύλλιο σημαίνει αυτός που ζει σ’ ένα παραδεισένιο περιβάλλον σε οργανική και αρμονική σχέση με τη φύση, άρα με «ησυχία» που είναι και αποτέλεσμα μετριοπάθειας και έλλειψης φιλοδοξιών. «Κατά φύσιν άνθρωπος» στην χριστιανική ορολογία σημαίνει προπτωτικός άνθρωπος, με κύρια χαρακτηριστικά τη δυναμική ενότητα ανάμεσα στον υλικό κόσμο και το σώμα του, το σώμα του και την ψυχή του, την ψυχή του και τον Θεό. Ο έρωτας, φυσικό και απαραίτητο συστατικό του κλασικού ειδυλλίου, που προκαλεί κάποια ένταση στην «ησυχία» χωρίς ποτέ να οδηγεί στο πάθος, γίνεται στο χριστιανισμό το αίτιο της διάλυσης της δυναμικής αυτής ενότητας που περιγράψαμε παραπάνω. Στο «Όνειρο στο κύμα» το Αρκαδικό και το Εδεμικό που αρχικά συνυπάρχουν, γρήγορα αποδεικνύονται ασύμβατα.
Η Πτώση είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς, ακόμη κι όταν ισχυρίζεται ότι είναι «ευτυχής... βοσκός εις τα όρη». Η αγάπη προς το ποίμνιο (Μοσχούλα – κατσίκα) αποδεικνύεται ατελέσφορη μπροστά στην αθωότητα με την οποία προσεγγίζεται το μυστήριο του έρωτα (Μοσχούλα – κοπέλα). Ο λόγος υποβιβάζεται σε σχέση με το πάθος. Η αγάπη που χαρακτηρίζει τον τυπικό ποιμένα και το ποίμνιό του αντικαθίσταται εντελώς ειρωνικά από την ερωτική θέαση του γυμνού σώματος της Μοσχούλας. Υπ’ αυτήν την έννοια, αντί ο νεαρός βοσκός να θυσιάσει την ψυχή του «υπέρ των προβάτων», θυσιάζει το ζώο του προς χάριν της κοπέλας και χάνει την ψυχή του (δηλ. την αθωότητά του).
Ακόμη περισσότερο, η «ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης»... που τον ακολουθεί γίνεται το αίτιο της οριστικής απώλειας του εδεμικού παραδείσου. Γι’ αυτό ο αφηγητής δεν δοκιμάζει καν τη δυνατότητα του ειδυλλίου της αθωότητας, δηλαδή την ένταξή του στον μοναχισμό ως παραίτηση από τη φύση με σκοπό να αντλήσει ζωή από την κλήση της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο. Ο πρώην βοσκός και νυν δικηγόρος μπορεί να μην υποκαθιστά τον απολεσθέντα παράδεισο με κάποιον εσωτερικό παράδεισο, μαθαίνει όμως γράμματα και μέσω της τέχνης, δηλαδή των απείρων δυνατοτήτων της γλώσσας, κατορθώνει να ενοποιεί σε ποιητικό σύνολο τα θραύσματα της ατομικής του εμπειρίας.
Μετά το «Όνειρο στο κύμα» η ειδυλλιακή εικόνα του βοσκού σχεδόν εξαφανίζεται από το έργο του Παπαδιαμάντη, είτε με την εισβολή του θανάτου στην ποιμενική κοινότητα, είτε με μια πιο «ρεαλιστική» εικόνα του βοσκού.

Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., «Η Ειδυλλιακή Διάσταση της Δραματογραφίας του Παπαδιαμάντη: «Μερικές Παρατηρήσεις και Προτάσεις», απόσπασμα από το Βιβλίο του Καθηγητή (για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου), Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1999, σσ. 250-251). 

Στο διήγημα αυτό το όνειρο συνυφαίνεται με την πραγματικότητα. Πώς γίνεται η μετάβαση από το όνειρο στην πραγματικότητα και αντίστροφα;

Η Μοσχούλα που πέφτει στη θάλασσα για να κολυμπήσει αποτελεί για τον αφηγητή το ερέθισμα εκείνο που τον ωθεί να λησμονήσει για κάποιες στιγμές την πραγματικότητα και να μείνει έκθαμβος, θαυμάζοντας την ομορφιά της νεαρής κοπέλας. «Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα...» «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.» Η θέαση του γυμνού σώματος της Μοσχούλας, προκαλεί στον αφηγητή τέτοια εντύπωση που παρά την ανησυχία του για το κοπάδι του και παρά τις σκέψεις του ότι μπορεί να γίνει αντιληπτός από τη Μοσχούλα προκαλώντας της αναστάτωση, μένει κρυμμένος να παρατηρεί με αφοσίωση την κοπέλα.
Η περιγραφή που μας δίνει ο αφηγητής αποκαλύπτει το βαθμό στον οποίο είχε μαγευτεί από τη Μοσχούλα κι εμμέσως μας υποδηλώνει πως θα μπορούσε να μείνει εκεί προσηλωμένος για αρκετή ώρα αν δεν συνέβαινε κάτι να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. «Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ’ επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...» Το βέλασμα της μικρής κατσίκας λειτουργεί αφυπνιστικά για τον αφηγητή, ο οποίος αφενός νιώθει ενοχλημένος από την άκαιρη παρέμβαση της κατσίκας του «Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου» κι αφετέρου συνειδητοποιεί πως το βέλασμα της κατσίκας του μπορεί να είναι ένδειξη πως βρίσκεται σε κίνδυνο «Συγχρόνως μ’ εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην “εσχοινιάσθη”, μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον
Ο νεαρός αφηγητής έχει ιδιαίτερα αισθήματα για την κοπέλα και η απροσδόκητη ευκαιρία που του παρουσιάζεται να την παρακολουθήσει να κολυμπά, παρά τις ηθικές αναστολές που έχει, τον ωθεί να ξεχάσει για λίγο τις υποχρεώσεις του και το κατακριτέο της πράξης του, χαρίζοντάς του μια γεύση από το όνειρο. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πως δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί και πως είχε υπό τη φροντίδα του το κοπάδι με τα κατσίκια της Ιεράς Μονής, κι αυτό έρχεται να του το υπενθυμίσει το βέλασμα της αγαπημένης του κατσίκας.


Ποια διλήμματα αντιμετωπίζει το βοσκόπουλο στην προσπάθειά του να διαφύγει την προσοχή της Μοσχούλας; Γιατί ήρθε στο νου του ο πατήρ Σισώης; Τι τελικά δίνει τη λύση στην αναποφασιστικότητά του;

Ο νεαρός βοσκός από τη στιγμή που συνειδητοποιεί πως η Μοσχούλα έχει πέσει για να κολυμπήσει τόσο κοντά του, αντιλαμβάνεται πως πρέπει με κάποιο τρόπο να φύγει, χωρίς η κοπέλα να τον καταλάβει γιατί τότε θα είχε να υποστεί τις συνέπειες. Μια πρώτη επιλογή θα ήταν να επιχειρήσει να διαφύγει εντελώς αθόρυβα, αλλά σκέφτεται πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τον δει η κοπέλα, μιας και ήταν στραμμένη προς τη μεριά του: «Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον ή θρούν. Αλλ’ η στιγμή καθ’ ην θα διηρχόμην δια της κορυφής του βράχου ήρκει δια να με ίδη η Μοσχούλα.» Η επιλογή αυτή επομένως απορρίπτεται από τον νεαρό ήρωα, καθώς ενέχει τον κίνδυνο να γίνει αντιληπτός από την κοπέλα «και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν
Με την απόρριψη αυτού του σχεδίου η σκέψη που έρχεται στον ήρωα της ιστορίας, ήταν να ειδοποιήσει με διακριτικό τρόπο την κοπέλα πως, εντελώς συμπτωματικά βρίσκεται κι αυτός εκεί. «Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: “— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!» Εντούτοις, ο βοσκός δεν καταφεύγει ούτε σ’ αυτή τη λύση καθώς δεν έχει αρκετό θάρρος για να απευθυνθεί στη Μοσχούλα και να την ενημερώσει για την παρουσία του. Ο ήρωας δικαιολογείται σκεπτόμενος πως δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να μάθει πώς να φέρεται κατάλληλα και με κοσμιότητα: «Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ’ επερίμενα
Η επόμενη σκέψη του είναι να περιμένει κρυμμένος μέχρι να τελειώσει η κοπέλα το κολύμπι της και να φύγει. Αυτή όμως η επιλογή τον φέρνει αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο να ενδώσει στον πειρασμό και να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να θαυμάσει τη γυμνή κοπέλα. Ο ήρωας θυμάται το παράγγελμα του πατέρα Σισώη που του έλεγε πάντοτε να αποφεύγει πάντοτε τον γυναικείο πειρασμό: «Κ’ ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!» Ο ήρωας ξέρει πως αν μείνει κρυμμένος εκεί, δε θα αντέξει και θα ενδώσει στην επιθυμία και την περιέργεια και θα αρχίσει να κοιτάζει την κοπέλα, γι’ αυτό και σκέφτεται τα λόγια του πνευματικού πατέρα. Η επιθυμία έχει ήδη αρχίσει να περιτριγυρίζει τις σκέψεις του νεαρού και παρόλο που σκέφτεται τις διάφορες επιλογές διαφυγής, έχει ήδη υπολογίσει το ενδεχόμενο να μείνει εκεί και να θαυμάσει απλώς την ομορφιά της Μοσχούλας. Ίσως, γι’ αυτό και να μην υλοποιεί τις διάφορες σκέψεις του να φύγει, ίσως να είναι ο πειρασμός που τον ωθεί να βρίσκει δικαιολογίες για να μην απομακρυνθεί από την κοπέλα.
Η τελευταία επιλογή διαφυγής: «Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν’ αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός.», μοιάζει στον νεαρό υπερβολικά κοπιώδης και παράλληλα ριψοκίνδυνη γιατί θα έπρεπε να αφήσει τα κατσίκια του για πολλή ώρα στην τύχη τους, καθώς θα χρειαζόταν περισσότερο από μία ώρα για να επιστρέψει σε αυτά. Η σκέψη αυτή, να κολυμπήσει προς την αντίθετη πλευρά από αυτή που βρισκόταν η κοπέλα, παρόλο που θα ήταν αποτελεσματική, θα έβαζε σε κίνδυνο τόσο την αγαπημένη του κατσίκα, όσο και το υπόλοιπο κοπάδι, οπότε ο ήρωας απορρίπτει κι αυτό το σχέδιο και μένει εκεί, έτοιμος πια να ενδώσει στην περιέργειά του.
Ο ήρωας αφήνεται στην απόλαυση που του προσφέρει η θέαση του γυμνού σώματος της Μοσχούλας, χωρίς να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία διαφυγής που παρουσιάζεται όταν η κοπέλα στρέφεται προς την αντίθετη πλευρά, δίνοντας στον ήρωα την ευκαιρία να φύγει απαρατήρητος. Ο νεαρός είναι πια τελείως μαγεμένος από το υπέροχο θέαμα και αδυνατεί να τιθασεύσει τις επιθυμίες του. «Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ’ επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...» Το βέλασμα της αγαπημένης του κατσίκας αποτελεί για τον ήρωα το στοιχείο αφύπνισης που τον αναγκάζει να επανέλθει στην πραγματικότητα και να αποφασίσει να σπεύσει σε βοήθεια της Μοσχούλας-κατσίκας.

Πώς συνδέεται η ενότητα αυτή με τον τίτλο του διηγήματος Όνειρο στο κύμα;

«Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...»
Ο τίτλος του διηγήματος βρίσκει πληρέστερα την εκπλήρωσή του στην τρίτη ενότητα, όπου ο ήρωας πέφτει στη θάλασσα να σώσει τη Μοσχούλα κι έχει την ευκαιρία να αισθανθεί επάνω του το γυμνό σώμα της κοπέλας. Το όνειρο στο κύμα, βέβαια, ξεκινά στα πλαίσια της δεύτερης ενότητας όπου ο ήρωας έχει την ευκαιρία να αντικρίσει, έστω και από μακριά, τη Μοσχούλα να κολυμπά γυμνή. Η ομορφιά του νεανικού κορμιού της Μοσχούλας, σε συνδυασμό με το ειδυλλιακό τοπίο που φωτίζεται από τη σελήνη, δίνουν στο όλο σκηνικό μια ονειρική διάσταση. Ο ήρωας ζει την αρχή ενός ονείρου, το οποίο κι εύχεται να αποκτήσει πιο υλική υπόσταση με την εμφάνιση κάποιου κινδύνου που θα του προσφέρει τη δυνατότητα να σπεύσει για να σώσει την όμορφη κοπέλα. Το στοιχείο, πάντως, που ενισχύει την αξία του περιστατικού και το καθιστά πολύτιμο όνειρο για τον ήρωα είναι τα αισθήματα που έχει ο νεαρός βοσκός για τη Μοσχούλα. Η έντονη έλξη που αισθάνεται γι’ αυτή και το γεγονός ότι, έστω κι αν δεν το ομολογεί, είναι ερωτευμένος μαζί της καθιστούν ονειρική τόσο τη θέαση του σώματος της κοπέλας όσο και τη διάσωσή της που θα ακολουθήσει. 

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Evgeni Dinev

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Η χριστιανική πίστη, η φυσιολατρία και η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των απλών και ταπεινών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου θεωρούνται βασικά γνωρίσματα του έργου του Παπαδιαμάντη. Μπορείτε να τα επισημάνετε στο συγκεκριμένο διήγημα;

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε πάντοτε αφοσιωμένος στη χριστιανική πίστη, κάτι που οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν ιερέας, όσο και στο γεγονός ότι ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο. Ο συγγραφέας μάλιστα στην ενήλικη ζωή του συνήθιζε να ψέλνει στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελισαίου στο Μοναστηράκι κι επιπλέον είχε περάσει και οκτώ μήνες στο Άγιο Όρος ως δόκιμος μοναχός. Η βαθιά πίστη του Παπαδιαμάντη και η αγάπη του για το χριστιανισμό είναι πάντοτε παρούσα στα κείμενά του, τα οποία εμπλουτίζονται με αναφορές στα ιερά κείμενα αλλά και με συχνές εκφράσεις λατρείας για την παντοδυναμία του Θεού.
Στο διήγημα Όνειρο στο κύμα οι αναφορές στο χριστιανισμό είναι συχνές και αποτελούν σαφή έκφραση της διαρκής επαφής του συγγραφέα με τη θρησκεία και το λόγο του Θεού. Η αναφορά στον πατέρα Σισώη που βρίσκεται στην αρχή κιόλας του διηγήματος δείχνει την επαφή που έχει ο ήρωας με το χριστιανισμό αλλά και τις γνώσεις του Παπαδιαμάντη σχετικά με τους κανόνες του ιερατικού βίου: «…εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ᾿ εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού.»
Η επαφή του νεαρού ήρωα με την Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού, για λογαριασμό της οποίας εργάζεται ως βοσκός, αντικατοπτρίζει την επαφή του ίδιου του συγγραφέα με τη Μονή στην οποία έμαθε τα πρώτα του γράμματα.
Ο Παπαδιαμάντης αποδίδει όχι μόνο στο νεαρό ήρωα μια ιδιαίτερη σχέση με την εκκλησία και το χριστιανισμό, αλλά και στους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού, όπως ο γεωργός που οργώνει το χωράφι του και προσεύχεται: «έκαμνε τρις το σημείον του σταυρού, κ’ έλεγεν: “Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ’ οι ξένοι κ’ οι διαβάτες, και τα πετεινά τ’ ουρανού, και να πάρω κ’ εγώ τον κόπο μου
Καθώς ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει τη ζωή του νεαρού βοσκού, αναφέρεται και σε εκκλησιαστικά κείμενα, τα οποία μελετούσε πάντοτε με προσοχή και ευλάβεια: «Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ’ έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω
Η επαφή του νεαρού βοσκού -και παράλληλα του ίδιου του συγγραφέα- με τη χριστιανική πίστη διαφαίνεται κι από το γεγονός ότι ακόμη και τη στιγμή του προβληματισμού του σχετικά με το πώς θα φύγει από την ακρογιαλιά όπου κολυμπούσε η Μοσχούλα, χωρίς να τον αντιληφθεί η κοπέλα, φέρνει στο νου του τα διδάγματα του πατέρα Σισώη: «Κ’ ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!» Η διδασκαλία των ιερωμένων σχετικά με τη στάση που όφειλε να κρατά ο νεαρός απέναντι στις γυναίκες επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που σκέφτεται και τον ωθεί να διαμορφώσει υπό μία έννοια μια αρνητική στάση απέναντι τους. «Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι
Με βάση τον τρόπο που κατανόησε και ερμήνευσε ο νεαρός βοσκός τα διδάγματα που έλαβε κατά τη θρησκευτική του αγωγή, αντιλαμβάνεται την επαφή με τις γυναίκες ως κάτι που τον απομακρύνει από την πλήρη αφοσίωσή του στην αγάπη του Θεού: «Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ’ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός
Ο Παπαδιαμάντης πέρα από την ιδιαίτερη επαφή που είχε με το χριστιανισμό, αγαπούσε πάρα πολύ το νησί του, τη Σκιάθο, και θεωρούσε ότι η ιδανική ζωή βρίσκεται μακριά από τις πόλεις και κοντά στη φύση. Τις απόψεις αυτές του συγγραφέα τις βλέπουμε να εκφράζονται και από τον ήρωα του διηγήματος, ο οποίος δυσανασχετεί με τη ζωή του στην Αθήνα κι εύχεται να μπορούσε να γυρίσει στο νησί του και στα βουνά όπου ένιωθε πάντοτε ελεύθερος και απόλυτα ευτυχισμένος. Το Όνειρο στο κύμα αποτελεί έναν ύμνο της απλής και σε στενή επαφή με τη φύση ζωής, με άφθονες περιγραφές της όμορφης Σκιάθου αλλά και με την επιθυμία του ήρωα να επιστρέψει στο νησί του να διατρέχει όλο το κείμενο. Ο ήρωας, όντας ένας δυστυχισμένος ενήλικας στην Αθήνα, επιστρέφει στο παρελθόν του και αναλογίζεται πόσο ευτυχισμένος ήταν όταν ζούσε ως βοσκός στο νησί του: «…έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ’ ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου
Υπό το πνεύμα αυτής της αγάπης του ήρωα για το νησί του, ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει την ομορφιά της Σκιάθου με ονειρικές περιγραφές: «…Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνον του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε…», «Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων». 
Ιδιαίτερη είναι, μάλιστα, η φροντίδα του συγγραφέα να δείξει πόσο ευτυχισμένοι είναι οι ήρωες του διηγήματος κάθε φορά που έρχονται σε επαφή με τη φύση και πόσο απολαμβάνουν την απλή μα ουσιαστική ζωή κοντά στη φύση: «Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου.», «Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ’ εκινείτο εδώ κ’ εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα
Ο Παπαδιαμάντης στο Όνειρο στο κύμα, θέλοντας να υμνήσει την ομορφιά της απλής ζωής έχει επιλέξει για ήρωά του ένα νεαρό βοσκό και φροντίζει να μας παρουσιάσει πόση ευτυχία μπορεί να κρύβει η ζωή ενός απλού ανθρώπου. Μέσα από την αντίθεση που παρουσιάζει το παρόν με το παρελθόν της ζωής του ήρωα, ο Παπαδιαμάντης κατορθώνει να αναδείξει με έμφαση την υπεροχή της ζωής κοντά στη φύση, από τη γεμάτη ευθύνες και υποχρεώσεις ζωή στη μεγαλούπολη. Το παρόν του ήρωα είναι γεμάτο δυστυχία, έστω κι αν κατόρθωσε να σπουδάσει και να γίνει δικηγόρος: «Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ», ενώ το παρελθόν του, παρά το γεγονός ότι τότε δεν είχε καμία μόρφωση, ήταν γεμάτο ευτυχία και ελευθερία: «Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής.».
Ο Παπαδιαμάντης ακολουθώντας το νεαρό βοσκό στις καθημερινές του δραστηριότητες βρίσκει την ευκαιρία να μας δώσει στοιχεία για το πώς ζούσαν οι άνθρωποι του νησιού. Ο νεαρός βόσκει τα κοπάδια της Μονής κι έχει την άνεση να κυκλοφορεί στα βουνά και τα χωράφια του νησιού, παίρνοντας από αυτά ό,τι θέλει: «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη». Την ίδια βέβαια τακτική ακολουθούσαν και διάφοροι άλλοι εργαζόμενοι του νησιού, μιας και δεν είχαν χρήματα για να αγοράζουν ό,τι χρειάζονταν τα έκλεβαν από τα γύρω χωράφια, όπως και ο μικρός βοσκός: «Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποιοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου».
Ο νεαρός βέβαια δε ζούσε μόνο με ό,τι μπορούσε να πάρει από τα διάφορα χωράφια, έπαιρνε κι ένα μικρό μισθό από τη Μονή για την οποία εργαζόταν: «Ήμην “παραγυιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι.» Τόσο ο ήρωας του διηγήματος, όσο και οι περισσότεροι άνθρωποι της υπαίθρου, δεν είχαν πολλά χρήματα αλλά αυτό δε μείωνε καθόλου την ευτυχία που απολάμβαναν ζώντας σε στενή επαφή με την υπέροχη φύση του νησιού.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε «θαυμάσιος ζωγράφος της ελληνικής φύσης ... προικισμένος με ιδιότυπη ποιητική και λυρική διάθεση». Ποια χωρία του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» πιστεύετε ότι επαληθεύουν την παραπάνω άποψη;

Η ιδιαίτερη αγάπη του Παπαδιαμάντη για την ελληνική ύπαιθρο σε συνδυασμό με την περιγραφική του ικανότητα, ωθούν αρκετά συχνά το λόγο του σ’ ένα ποιητικό επίπεδο, που του επιτρέπει να δημιουργεί ονειρικές εικόνες της φύσης. Ο συγγραφέας αποθεώνει την ομορφιά του νησιού του και παράλληλα εξιδανικεύει την αίσθηση της επαφής των ανθρώπων με το φυσικό τους περιβάλλον. Τα πρόσωπα, στο Όνειρο στο κύμα, βιώνουν την ευτυχία χάρη στη δυνατότητα που έχουν να απολαμβάνουν τις απροσμέτρητες ομορφιές που έχει να τους προσφέρει η φύση του νησιού. Η επαφή με τη θάλασσα, αλλά και η αίσθηση ελευθερίας που προσφέρει η άγρια ομορφιά των ορεινών περιοχών του νησιού, αποδίδονται από το συγγραφέα ως βιώματα που μόνο σ’ έναν επίγειο παράδεισο θα μπορούσαν να είναι προσιτά. Η πρόθεσή του άλλωστε είναι να φέρει σε αντίθεση τη ζωή στην πόλη με τη ζωή στο νησί, υποδεικνύοντας τη σαφή υπεροχή της ευτυχισμένης διαβίωσης που μπορεί να προσφέρει ένα περιβάλλον τόσο ιδανικό όσο είναι αυτό της Σκιάθου.
«Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ’ εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ’ αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.» Το φυσικό περιβάλλον προσεγγίζεται από το συγγραφέα σε συνάρτηση με τον ήρωα της ιστορίας, αφήνοντας έτσι να διαφανεί η στενή επαφή που υπάρχει ανάμεσα στο νεαρό και το χώρο στον οποίο κινείται κι αισθάνεται σαν να είναι αναπόσπαστο κομμάτι του. Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι ο συγγραφέας δίνει με λεπτομέρεια τα ονόματα των περιοχών στις οποίες κινείται ο ήρωάς του, καθώς θέλει να καταστήσει σαφές ότι ο εξιδανικευμένος αυτός τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία που μας αφηγείται είναι η Σκιάθος. 
«Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.» Η επαφή του νερού με τις βραχώδεις ακτές παρουσιάζεται από το συγγραφέα ως ένα αέναο παιχνίδισμα που ενθουσιάζει το νεαρό ήρωα και του δημιουργεί την επιθυμία να αισθανθεί κι αυτός την απολαυστική επαφή με τη θάλασσα.
«Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει» Η ομορφιά της φύσης αποκτά για το συγγραφέα ακόμη μεγαλύτερη αξία όταν συνδυάζεται με την ευχαρίστηση που μπορεί να προσφέρει στους νεαρούς ήρωες της ιστορίας του. Η λουσμένη στο φως του φεγγαριού θάλασσα, γίνεται ακόμη πιο ελκυστική όταν στα νερά της κολυμπά η Μοσχούλα, καθώς το νερό συμμετέχει στην ενίσχυση της ομορφιάς της κοπέλας και δημιουργεί ακόμη πιο έντονα συναισθήματα επιθυμίας στον ήρωα που παρακολουθεί μαγεμένος το θέαμα.
«Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...» Ο ήρωας παραδίδεται στο υπέροχο θέαμα της νεαρής κοπέλας και αφήνει τη φαντασία του να συμπληρώσει όσα η θάλασσα του αποκρύπτει.

Πώς χαρακτηρίζεται το είδος της συγκεκριμένης αφήγησης με βάση την οπτική γωνία από την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα;

«Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη.» Από την αρχή κιόλας του διηγήματος είναι εμφανές ότι η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, καθώς ο αφηγητής μας διηγείται την ιστορία του. Επομένως, έχουμε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από έναν ομοδιηγητικό αφηγητή, υπό την έννοια ότι ο αφηγητής μας παρουσιάζει τη δική του ιστορία.
Η αφήγηση γίνεται με εσωτερική εστίαση, δηλαδή ο αφηγητής γνωρίζει όσα γνωρίζουν και τα υπόλοιπα πρόσωπα και δεν είναι παντογνώστης. Η εσωτερική εστίαση στο Όνειρο στο Κύμα, παραμένει σταθερή ακόμη κι όταν εισερχόμαστε στην αναδρομική αφήγηση της ιστορίας. Ενώ, δηλαδή, ο ενήλικας-αφηγητής μας παρουσιάζει τις εφηβικές εμπειρίες του, διατηρείται η ψευδαίσθηση της εσωτερικής εστίασης ώστε να μπορέσει να συντηρηθεί η αγωνία και η ένταση του διλήμματος, όταν η ιστορία φτάνει στο κρίσιμο σημείο που ο αφηγητής βρίσκεται παγιδευμένος κοντά στο σημείο που κολυμπά η Μοσχούλα και δεν μπορεί να αποφασίσει τι είναι καλύτερο κάνει, για να μην γίνει αντιληπτός από την κοπέλα. Κανονικά ο ενήλικας-αφηγητής γνωρίζει όλες τις πτυχές της ιστορίας, οπότε η αναδρομική αφήγηση θα μπορούσε να δοθεί με μηδενική εστίαση, αλλά κάτι τέτοιο θα μείωνε τη δραματικότητα του διλήμματος, οπότε ο συγγραφέας επιλέγει να διατηρήσει την εσωτερική εστίαση σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης.
Οπότε, με βάση τη θεωρία του Genette, έχουμε: Εξωδιηγητικό-ομοδιηγητικό τύπο αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού, ο οποίος διηγείται την ιστορία του. Παράδειγμα αυτού του τύπου αποτελούν όλες οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις.
Και ως προς την εστίαση έχουμε: Αφήγηση με εσωτερική εστίαση: στην περίπτωση αυτή, η θέαση είναι περιορισμένη και συνήθως ανήκει σε έναν από τους χαρακτήρες του έργου. Η μαθηματική τυποποίηση του τρόπου αυτού θα ήταν μια εξίσωση: Αφηγητής = Πρόσωπα.

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι κατά τον Genette ο κύριος αφηγητής της ιστορίας, ο αφηγητής πρώτου βαθμού ονομάζεται εξωδιηγητικός, ενώ ο αφηγητής δεύτερου βαθμού ονομάζεται ενδοδιηγητικός. Παράδειγμα ενδοδιηγητικού αφηγητή έχουμε στο «Αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού, όταν η μητέρα του ήρωα αφηγείται την ιστορία της. Η μητέρα είναι ο ενδοδιηγητικός αφηγητής, εφόσον διηγείται μια ιστορία μέσα στην ιστορία και ο ήρωας-αφηγητής είναι ο εξωδιηγητικός αφηγητής, πρώτου βαθμού, εφόσον αφηγείται την κύρια ιστορία.
Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι σύμφωνα με τον Genette η έννοια της οπτικής γωνίας, ποιος δηλαδή βλέπει τα γεγονότα της ιστορίας, είναι προτιμότερο να δίνεται ως εστίαση, επομένως αναζητούμε το πρόσωπο μέσα από τα μάτια του οποίου παρακολουθούμε τα γεγονότα που διαδραματίζονται.

Σε ποια σημεία του κειμένου διακρίνετε το χιούμορ και τη λεπτή ειρωνεία που χαρακτηρίζουν το συγγραφέα - αφηγητή;

Η χιουμοριστική διάθεση του Παπαδιαμάντη είναι εμφανής σε πολλά σημεία του διηγήματος, καθώς ο συγγραφέας επιχειρεί να προσεγγίσει αφενός την ελαφρότητα και τη χαρούμενη διάθεση που χαρακτηρίζει τον έφηβο αφηγητή κι αφετέρου την πικρία του ενήλικα αφηγητή, που έχει γευτεί πια αρκετές απογοητεύσεις. Το χιούμορ και η ειρωνεία αποτελούν στοιχεία που συμπληρώνουν την ηθοποιία στην αποτύπωση των ηρώων του Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας δεν υιοθετεί απλώς τη γλώσσα των ηρώων του, αλλά προσεγγίζει και την ιδιαίτερη συναισθηματική διάθεσή τους κι επιχειρεί να τους αποδώσει έναν τρόπο σκέψης και θέασης της πραγματικότητας που να ανταποκρίνεται στην ψυχοσύνθεσή τους.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη αφηγηματική ενότητα μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ άλλων τα εξής σημεία, όπου γίνεται εμφανές το χιούμορ και η ειρωνεία του αφηγητή:
Ο ενήλικας-αφηγητής κλείνοντας την εγκιβωτισμένη αφήγηση για τον πατέρα Σισώη, σχολιάζει: «Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.» Εδώ διακρίνουμε τη χιουμοριστική διάθεση του αφηγητή, ο οποίος το γεγονός ότι ο πατέρας Σισώης παντρεύτηκε την νεαρή Τουρκάλα το αναφέρει ως γενναία αγαθοεργία, που λειτουργεί μάλιστα ως εξόχως ελαφρυντική περίσταση.
Ο ενήλικας -αφηγητής σχολιάζοντας την παρούσα κατάστασή του μας λέει: «Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα.», καθιστώντας εμφανή τη διάθεσή του για αυτοσαρκασμό, αλλά και την πικρία που αισθάνεται που τον οδηγεί άλλωστε να παρομοιάσει τον εαυτό του μ’ ένα σκύλο που είναι δεμένος με κοντό σχοινί. «Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου
Ο έφηβος-αφηγητής, μιλώντας για τη συνήθειά του να παίρνει φρούτα από τα χωράφια και τα αμπέλια της περιοχής, αναφέρεται στους ανταγωνιστές του, τους αγροφύλακες, οι οποίοι: «Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου.» Σε αυτή την από κοινού συνήθειά τους να κλέβουν από τα ξένα χωράφια, ο νεαρός θεωρεί ότι οι αγροφύλακες ήθελαν το κακό του, γιατί επέλεγαν πάντοτε τα καλύτερα φρούτα για τον εαυτό τους.
Ο έφηβος-αφηγητής αναφερόμενος στην περίεργη εξαφάνιση της Μοσχούλας-κατσίκας, σχολιάζει ότι οι αετοί δεν καταδέχονταν να κατεβαίνουν στα χαμηλότερα μέρη του νησιού, σκέφτεται όμως ότι: «Αλλά δεν μου εφαίνετο όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα, ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου.» Ο αετός θα μπορούσε να έχει γοητευθεί ή να έχει πληγωθεί από τα βέλη του έρωτα, λόγω της ομορφιάς της κατσίκας του και άρα εκτάκτως και παρά της συνήθειάς του να κατέβηκε για να αρπάξει τη μικρή κατσίκα.
Επίσης, όταν ο νεαρός αφηγητής βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σημείο όπου κολυμπούσε η κοπέλα και ακούγεται ξαφνικά το βέλασμα της κατσίκας του, σχολιάζει με ειρωνική διάθεση, ότι ο ίδιος δεν είχε μάθει ακόμη πως να κλέβει ζώα, για να γνωρίζει πώς να τα φιμώνει, όπως είχε κάνει αυτός που είχε κλέψει το κουδουνάκι  της κατσίκας του.

Πώς βλέπει ο αφηγητής την «παρούσα» κατάστασή του και ποια ψυχική διάθεση του δημιουργεί η κατάσταση αυτή; Ποια είναι τα βαθύτερα αίτιά της; Γιατί ο αφηγητής παρομοιάζει τον εαυτό του με «σκύλο δεμένο»;

Ο αφηγητής περιγράφοντας την πορεία της ζωής του μας αναφέρει ότι στα 19 του ξεκίνησε να μαθαίνει τα πρώτα γράμματα και στα 30 του ολοκλήρωσε τις σπουδές του, έχοντας γίνει πλέον δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου (δηλαδή απλού πτυχιούχου, που θα πρέπει να κάνει την άσκησή του σε κάποιον δικηγόρο). Τη στιγμή που μας δίνει την αφήγησή του εργάζεται ακόμη στο γραφείο ενός μεγάλου δικηγόρου, χωρίς να έχει κατορθώσει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Τα οικονομικά του είναι περιορισμένα και δεν έχει τη δυνατότητα να πράττει ελεύθερα ό,τι επιθυμεί, καθώς είναι υποχρεωμένος να κινείται στα στενά πλαίσια που του ορίζει η δικαιοδοσία που του παρέχει ο εργοδότης του. Η ζωή αυτή είναι αφόρητη για τον αφηγητή του διηγήματος, καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη ζωή που είχε μάθει και αγαπούσε όταν ήταν ακόμη νέος. Ο αφηγητής στα εφηβικά του χρόνια ζούσε στο νησί του και είχε την ελευθερία να πηγαίνει όπου θέλει, απολαμβάνοντας την όμορφή φύση. Είχε μάθει να ζει σε διαρκή επαφή με το φυσικό περιβάλλον, χωρίς να φορτώνει τη σκέψη του με περιττές ανησυχίες και ανούσιες ενασχολήσεις. Είχε μάθει να αφήνεται στην ομορφιά και τη γαλήνη της φύσης και να αισθάνεται την ευδαιμονία εκείνη που μόνο η αρμονική συνύπαρξη με τη φύση μπορεί να προσφέρει. Τώρα, όμως, είναι υποχρεωμένος να μένει κλεισμένος σ’ ένα γραφείο όλη τη μέρα ασχολούμενος με μια εργασία που του φαίνεται αδιάφορη και του προκαλεί δυστυχία. Έχει χάσει την ελευθερία που είχε στο νησί του και νιώθει εγκλωβισμένος, όπως ένας σκύλος που είναι δεμένος μ’ ένα κοντό σκοινί που τον κρατά διαρκώς περιορισμένο.
Η δυστυχία του αφηγητή οφείλεται σαφώς στην απώλεια της ελευθερίας του, αλλά και στην απομάκρυνση από το αγαπημένο του φυσικό περιβάλλον. Από τη στιγμή που είχε μάθει να ζει με πλήρη ελευθερία στα βουνά και στις ακτές του νησιού του, η ζωή μέσα σ’ ένα γραφείο δεν μπορεί παρά να μοιάζει με απάνθρωπη φυλακή. Ο αφηγητής, επομένως, νιώθει εγκλωβισμένος στο γραφείο του δικηγόρου για τον οποίον εργάζεται κι επιπλέον, επειδή είναι ένας απλός υπάλληλος και δεν έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι ο ίδιος επιθυμεί, αισθάνεται σαν δεμένος σκύλος που έχει μόνο τόση ελευθερία όση του παρέχει το αφεντικό του.
Η αίσθηση αυτή του αφηγητή ότι η ζωή μέσα στο γραφείο και μακριά από την ελευθερία της φύσης, είναι ανυπόφορη, έχει αποδοθεί με ιδιαίτερη ένταση σε πολλά ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος βίωνε τη ζωή του υπαλλήλου ως αδιάκοπο μαρτύριο.

Κώστας Καρυωτάκης «Γραφιάς»

Οι ώρες μ’ εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο αχάριστο τραπέζι.
(Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά
ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)

Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιώ μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου.)

Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγει σε τάφο.)

Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο αφηγητής περιγράφει τόσο εκτενώς το κτήμα του κυρ - Μόσχου;

Ο έφηβος-αφηγητής δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κτήμα του κυρ Μόσχου καθώς εκεί μέσα βρίσκεται το αντικείμενο του ερωτικού του ενδιαφέροντος και προφανώς ο νεαρός περνά πολύ καιρό γύρω από αυτό το κτήμα, παρατηρώντας και θαυμάζοντας την αγαπημένη του. Είναι λογικό πως αν ο μόνος ένοικος εκείνου του χώρου ήταν ο θείος της Μοσχούλας, ο αφηγητής μπορεί να μην έμπαινε καν στη διαδικασία να αναφέρει το κτήμα αυτό. Από τη στιγμή όμως που η κοπέλα που αγαπάει μένει εκεί, ο αφηγητής έχει σαφώς αυξημένο ενδιαφέρον για το κτήμα.
Η εκτεταμένη και λεπτομερής περιγραφή του κτήματος υποδεικνύει το ενδιαφέρον του νεαρού αφηγητή για τη Μοσχούλα, ενώ παράλληλα τοποθετεί την κοπέλα σε εντελώς διαφορετική κοινωνική θέση από αυτή που βρίσκεται ο νεαρός βοσκός. Η έκταση του κτήματος και το μέγεθος της περιουσίας του κυρ Μόσχου έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη φτωχική διαβίωση του αφηγητή, ο οποίος πέρα από έναν ελάχιστο μισθό που λαμβάνει από τη Μονή δεν έχει τίποτε άλλο δικό του. Η Μοσχούλα επομένως μοιάζει εντελώς απρόσιτη για τον νεαρό, ο οποίος δεν έχει να της προσφέρει τίποτα που να ανταποκρίνεται στο επίπεδο διαβίωσης που εκείνη έχει συνηθίσει. Ο αφηγητής, επομένως, καθώς περιγράφει το μεγάλο κτήμα του θείου της αγαπημένης του, προσμετρά παράλληλα και την τεράστια κοινωνική απόσταση που τον χωρίζει από την κοπέλα.
Το κτήμα είναι μια σαφής ένδειξη πλούτου, που σ’ ένα γενικό επίπεδο ανάγνωσης εγείρει θέματα κοινωνικής αδικίας και προβληματισμού σχετικά με την άδικη διάκριση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά σ’ ένα πιο προσωπικό επίπεδο για τον ίδιο τον αφηγητή, αποτελεί ένα απροσπέλαστο εμπόδιο για την κατάκτηση της αγαπημένης του. Ο νεαρός-αφηγητής είναι υπερβολικά φτωχός για να μπορέσει να διεκδικήσει τη Μοσχούλα, γεγονός που σημαίνει ότι από την αρχή κιόλας του διηγήματος, έστω και με έμμεσο τρόπο, ο αφηγητής καθιστά σαφές ότι δεν επρόκειτο να αποκτήσει την κοπέλα που επιθυμούσε.
Η περιγραφή επομένως μας αποκαλύπτει αφενός ότι ο νεαρός βοσκός περνά πολύ χρόνο κοντά στο κτήμα, για να μπορεί να βλέπει την αγαπημένη του κι αφετέρου μας υποδεικνύει από την αρχή ότι η κοινωνική διαφορά ανάμεσα στο νεαρό αφηγητή και τη Μοσχούλα είναι τέτοια που δεν επιτρέπει τη δημιουργία μιας βιώσιμης ερωτικής σχέσης.

Πώς ερμηνεύετε τις ομωνυμίες α) κοριτσιού - κατσίκας και β) κυρ Μόσχου - Μοσχούλας;

Ο νεαρός αφηγητής, παρόλο που δεν το ομολογεί, αισθάνεται έλξη για την κοπέλα, την οποία παρατηρεί διαρκώς και θεωρεί πως έχει ομοιότητες με την αγαπημένη του κατσίκα, στην οποία κι έχει δώσει το όνομα της κοπέλας. «Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν.» Τόσο οι περιγραφές της κοπέλας που μας δίνει ο αφηγητής, όσο και το γεγονός ότι ονόμασε την κατσίκα του Μοσχούλα, υποδηλώνουν το ενδιαφέρον του για την όμορφη κοπέλα. Η ομωνυμία, επομένως, κοριτσιού και κατσίκας οφείλεται στον ανομολόγητο έρωτα του αφηγητή για την κοπέλα και φανερώνουν μια ασυνείδητη ίσως προβολή των θετικών συναισθημάτων του αφηγητή για την κοπέλα στην αγαπημένη του κατσίκα.
Η Μοσχούλα κατσίκα και η καθημερινή φροντίδα της, λειτουργούν ως μέσο υποκατάστασης, εφόσον ο αφηγητής θα ήθελε να έχει μια συνεχή επαφή με την κοπέλα αλλά αυτό του είναι αδύνατο. Στα πλαίσια άλλωστε της αφήγησης η ομωνυμία αυτή θα αποτελέσει την αφορμή για την πρώτη συνομιλία ανάμεσα στον αφηγητή και την κοπέλα και στην πορεία θα δώσει μια ιδιαίτερη διάσταση στο δίλημμα του αφηγητή για τη σωτηρία της Μοσχούλας κοπέλας ή της Μοσχούλας κατσίκας.
Η ομωνυμία ανάμεσα στον κυρ Μόσχο και την ανιψιά του, έχει αντίθετη λειτουργία από αυτή ανάμεσα στην κοπέλα και την κατσίκα, καθώς η Μοσχούλα αποκτά μια μεγαλύτερη σύνδεση με τον πλούσιο θείο της και απομακρύνεται έτσι ακόμη περισσότερο από τις δυνατότητες του φτωχού βοσκού. Ο αφηγητής δίνει στην κατσίκα του το όνομα της κοπέλας, για να αισθάνεται πως βρίσκεται πιο κοντά στην αγαπημένη του, ενώ ο συγγραφέας δίνει στην κοπέλα το όνομα του θείου της για να καταστήσει σαφές πως η κοπέλα κινείται σ’ ένα κόσμο απλησίαστο για τα οικονομικά δεδομένα του νεαρού. Όσο κι αν ο αφηγητής θέλει την κοπέλα, και παρά την αμοιβαιότητα των συναισθημάτων που φαίνεται πως υπάρχει, η Μοσχούλα δεν μπορεί στην πραγματικότητα να συνάψει σχέση μ’ έναν φτωχό βοσκό. Με την ομωνυμία αυτή ο Παπαδιαμάντης επιτυγχάνει να τονίσει με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση τη διάσταση ανάμεσα στον κόσμο των πλουσίων και τον κόσμο των φτωχών. Η κοπέλα ανήκει στον θείο της κι εκείνος θα φροντίσει στο μέλλον να την αποκαταστήσει με κάποιον που να βρίσκεται σε μια ανάλογα καλή οικονομική κατάσταση.

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Όνειρο στο κύμα": Ποιο πρότυπο ζωής προβάλλεται στο συγκεκριμένο διήγημα;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Peggy Wilson

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο Κύμα»

Ποιο πρότυπο ζωής προβάλλεται στο συγκεκριμένο διήγημα;


Με το Όνειρο στο Κύμα ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει συγκριτικά τη ζωή του ήρωα στην πόλη και τη ζωή του στο νησί. Σύγκριση που λειτουργεί σαφέστατα υπέρ της απλούστερης και ευτυχέστερης διαβίωσης στο νησί, όπου κυριαρχούν η ομορφιά της φύσης, η αγνότητα της κοινωνίας και η απουσία περιττών προβλημάτων και ευθυνών. Ο ήρωας του διηγήματος είναι δυστυχισμένος από τη ζωή του στην πόλη κι αυτό οφείλεται στις πολλαπλές υποχρεώσεις που έχει, οι οποίες όμως δεν του προσφέρουν κανένα ιδιαίτερο όφελος. Εργάζεται για έναν σημαντικό δικηγόρο, αλλά ο ίδιος ουσιαστικά αισθάνεται καταπιεσμένος καθώς είναι αναγκασμένος να περνά τις ώρες του σ’ ένα γραφείο, ασχολούμενος με κάτι που προφανώς δεν τον ευχαριστεί.
Ο ενήλικας ήρωας του διηγήματος νοσταλγεί τις στιγμές που ήταν ελεύθερος να απολαμβάνει την όμορφη φύση του νησιού του κι εύχεται να μπορούσε να επιστρέψει στην απλή ζωή που είχε ως βοσκός. Η επιθυμία αυτή του ήρωα αντανακλά μια βασική επιδίωξη του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος αισθανόταν ότι η ζωή στην πόλη είναι γεμάτη δυσκολίες και δυστυχία. Ο Παπαδιαμάντης επιθυμούσε διακαώς να εγκαταλείψει την καταπιεστική ζωή της Αθήνας και να επιστρέψει στο όμορφο νησί του, όπου θα μπορούσε να ζήσει ήρεμα και σε στενή επαφή με τη φύση που τόσο αγαπούσε.
Η διάθεση επιστροφής σε μια απλούστερη διαβίωση είναι ιδιαίτερα αγαπητή στους Έλληνες λογοτέχνες και έχει μάλιστα αποτυπωθεί με αριστουργηματικό τρόπο στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Περιμένοντας τους Βαρβάρους». Όπως οι Βάρβαροι στο ποίημα του Καβάφη συμβολίζουν την επιλογή της επιστροφής σε μια πιο φυσική ζωή, χωρίς την παρακμή που συνοδεύει τις υπερβολικά ανεπτυγμένες αστικές κοινωνίες, έτσι και η Σκιάθος στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, αποτελεί τον ιδανικό τόπο όπου η ζωή μπορεί να είναι ακόμη ευτυχισμένη, με την ομορφιά και την αγνότητα της φύσης να προσφέρουν στους ανθρώπους την ευκαιρία να απολαύσουν τη ζωή με την απλότητα και την ηρεμία που της ταιριάζει και όχι με ανούσιες ενασχολήσεις που το μόνο που κατορθώνουν είναι να απομακρύνουν τον άνθρωπο από την πραγματική πηγή της ευτυχίας.


Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»: Πώς εξηγείτε την ιδιαίτερη συμπάθεια του βοσκού προς την κατσίκα;

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Όνειρο στο κύμα": «Παράλληλα με το μεταφυσικό κακό, την πάλη με την αμαρτία και τους πειρασμούς, υπάρχει στην πεζογραφία του [Παπαδιαμάντη] και το κοινωνικό κακό, η κοινωνική αδικία...».

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Will Bullas

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο Κύμα»

«Παράλληλα με το μεταφυσικό κακό, την πάλη με την αμαρτία και τους πειρασμούς, υπάρχει στην πεζογραφία του [Παπαδιαμάντη] και το κοινωνικό κακό, η κοινωνική αδικία...». Μπορείτε να επισημάνετε τα θέματα αυτά στο διήγημα Όνειρο στο κύμα;


Ο νεαρός ήρωας του διηγήματος αναφερόμενος στην παρούσα κατάστασή του, αποκαλύπτει το μίσος που αισθάνεται για τον εργοδότη του: «Σήμερον ἐξακολουθῶ νὰ ἐργάζωμαι ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινὸς δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τὸν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλὰ πιθανῶς ἐπειδὴ τὸν ἔχω ὡς προστάτην καὶ εὐεργέτην. Καὶ εἶμαι περιωρισμένος καὶ ἀνεπιτήδειος, οὐδὲ δύναμαι νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὴν θέσιν τὴν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἰονεὶ αὐλικοῦ.». Ο γνωστός δικηγόρος διαθέτει δύναμη και χρήματα, ενώ ο φτωχός υπάλληλός του είναι αναγκασμένος να τον υπακούει και να τον κολακεύει σαν να είναι αυλικός του.
Η κοινωνική διαφορά ανάμεσα στο δικηγόρο – εργοδότη και τον υπάλληλό του, καθορίζει όχι μόνο τη διαφορά εισοδημάτων, αλλά και τους πολλαπλούς περιορισμούς που καθιστούν τη ζωή του νεαρού ήρωα ανυπόφορη. «Καθὼς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μὲ πολὺ σχοινίον εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ αὐθέντου του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γαυγίζῃ οὔτε νὰ δαγκάσῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα καὶ τὸ τόξον τὰ ὁποῖα διαγράφει τὸ κοντὸν σχοινίον, παρομοίως κ᾿ ἐγὼ δὲν δύναμαι οὔτε νὰ εἴπω, οὔτε νὰ πράξω τίποτε περισσότερον πὰρ ὅσον μου ἐπιτρέπει ἡ στενὴ δικαιοδοσία, τὴν ὁποίαν ἔχω εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.» Καταπιεσμένος και αδύναμος να αντιδράσει ο ήρωας, υπομένει την κατάσταση που του έχει επιβληθεί αισθανόμενος μίσος για τον εργοδότη του και πίκρα για την πορεία που πήρε η ζωή του. Η κοινωνική αδικία είναι προφανής στην αναφορά αυτή του Παπαδιαμάντη, αλλά και ως ένα βαθμό δεδομένη υπό την έννοια ότι διαχρονικά στην ιστορία υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, με πολλά χρήματα και μεγάλη δύναμη. Άλλωστε, ακόμη και στη Σκιάθο, που τόσο έντονα αναπολεί ο νεαρός ήρωας, οι κάτοικοι του νησιού γνώριζαν καλά τι σήμαινε φτώχεια και αδικία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του Κυρ Μόσχου, ο οποίος έχοντας δημιουργήσει μεγάλη περιουσία με επιχειρήσεις και ταξίδια, θεωρούνταν πλέον ένας μικρός άρχοντας στο νησί και είχε φτιάξει το μικρό του βασίλειο στο νησί: «Ὁ κὺρ Μόσχος εἶχεν ἀποκτήσει περιουσίαν εἰς ἐπιχειρήσεις καὶ ταξίδια. Ἔχων ἐκτεταμένον κτῆμα εἰς τὴν θέσιν ἐκείνην, ἔπεισε μερικοὺς πτωχοὺς γείτονας νὰ τοῦ πωλήσουν τοὺς ἀγρούς των, ἠγόρασεν οὕτως ὀκτὼ ἢ δέκα συνεχόμενα χωράφια, τὰ περιετείχισεν ὅλα ὁμοῦ, καὶ ἀπετέλεσεν ἓν μέγα διὰ τὸν τόπον μας κτῆμα, μὲ πολλῶν ἑκατοντάδων στρεμμάτων ἔκτασιν. Ὁ περίβολος διὰ νὰ κτισθῇ ἐστοίχισε πολλά, ἴσως περισσότερα ἢ ὅσα ἤξιζε τὸ κτῆμα· ἀλλὰ δὲν τὸν ἔμελλε δι᾿ αὐτὰ τὸν κὺρ Μόσχον θέλοντα νὰ ἔχῃ χωριστὸν οἰονεὶ βασίλειον δι᾿ ἐαυτὸν καὶ διὰ τὴν ἀνεψιάν του.» Ο Παπαδιαμάντης είναι ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της κοινωνίας και αντιλαμβάνεται την ένταση που δημιουργεί στους φτωχούς ανθρώπους η τόσο καταφανής διαφορά ανάμεσα σε αυτούς και τους έχοντες. Ο ήρωας του διηγήματος για παράδειγμα, όπως και οι αγροφύλακες του νησιού, αναγκάζονται να κλέβουν φρούτα από τα χωράφια: «Μόνους ἀντιζήλους εἰς τὴν νομὴν καὶ τὴν κάρπωσιν ταύτην εἶχα τοὺς μισθωτούς της δημαρχίας, τοὺς ἀγροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τὰ περιβόλια τοῦ κόσμου, ἐννοοῦσαν νὰ ἐκλέγουν αὐτοὶ τὰς καλυτέρας ὀπώρας. Αὐτοὶ πράγματι δὲν μοῦ ἤθελαν τὸ καλόν μου. Ἦσαν τρομεροὶ ἀνταγωνισταὶ δι᾿ ἐμέ.», τη στιγμή που ο Κυρ Μόσχος είχε αρκετά χρήματα για να περιτειχίσει μια τεράστια έκταση. Ο Παπαδιαμάντης καταγράφει τις αδικίες αυτές σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιήσει, με το δικό του τρόπο, τους αναγνώστες του, έχοντας όμως σαφή επίγνωση ότι η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει. Γι’ αυτό άλλωστε η καταγγελία του διατυπώνεται έμμεσα, με το να παρουσιάζει απλώς την παγιωμένη κοινωνική διάκριση των ανθρώπων, είτε αυτοί ζουν στην πόλη είτε στην επαρχία.


Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»:Πώς βλέπει ο νεαρός βοσκός τη Μοσχούλα; Ανταποκρίνεται το κορίτσι στα συναισθήματά του;

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Όνειρο στο κύμα":Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη θεωρείται εντελώς προσωπική, ένα κράμα από λόγια, εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jennifer Baird

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο Κύμα»

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη θεωρείται εντελώς προσωπική, ένα κράμα από λόγια, εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία. Μπορείτε να δώσετε χαρακτηριστικά παραδείγματα από το συγκεκριμένο έργο;

Η δημοτική γλώσσα και το λαϊκό ιδίωμα της Σκιάθου εμφανίζεται κυρίως στους διαλόγους, ενώ η καθαρεύουσα στην αφήγηση. «Υπάρχει μια γλώσσα προσεγμένη, επιμελημένη ως αμιγής καθαρεύουσα, που είναι κλήρα της παλαιότερης πεζογραφίας. Υπάρχει μια άλλη καθαρεύουσα για την αφήγηση, πιο χαλαρή, πιο προσιτή, με προσαρμογές κάθε λογής, που αποτελεί την πιο προσωπική γλώσσα του συγγραφέα• και, τέλος, υπάρχει και η φωνογραφική αποτύπωση της σκιαθίτικης ντοπιολαλιάς» (Παπαγιώργης Κ., Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σσ. 66-67).

Η γλώσσα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη είναι κατά κύριο λόγο η καθαρεύουσα, υπό την έννοια ότι αυτή είναι η γλωσσική επιλογή του συγγραφέα για τα αφηγηματικά μέρη, αλλά και για τις άφθονες περιγραφές που εντάσσει στις ιστορίες του. Η καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί για την αφήγηση είναι πάντως πιο απλή στη μορφή της και άρα πιο προσιτή στον αναγνώστη: «Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος μόνον εἰς τὰς ὥρας ποὺ ἤρχετο ἡ ἴδια διὰ νὰ θειαφίσῃ, ν᾿ ἀργολογήσῃ, νὰ γέμισῃ ἕνα καλάθι σταφύλια, ἢ νὰ τρύγησῃ ἂν ἔμενε τίποτε διὰ τρύγημα. Ὅλον τὸν ἄλλον καιρὸν ἦτον κτῆμα ἰδικόν μου.» Ενώ, η καθαρεύουσα των περιγραφών είναι περισσότερο προσεγμένη και πιο κοντά στην καθαρή μορφή της λόγιας γλωσσικής αυτής μορφής: «Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπᾶς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα.» Η εξοικείωση μάλιστα του Παπαδιαμάντη με τα εκκλησιαστικά κείμενα του επιτρέπει κάποτε να μιμείται τη γλωσσική τους διατύπωση ή ακόμη και να παραθέτει αυτούσια χωρία από αυτά: ««Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί…»
Το στοιχείο πάντως που διανθίζει τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι τα διαλογικά μέρη των διηγημάτων του, στα οποία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γλώσσα των ηρώων του. Μια ανόθευτη δημοτική, που αποτελεί γνήσια καταγραφή της λαϊκής γλώσσας: «- Τί ἔχεις καὶ φωνάζεις; - Φωνάζω ἐγὼ τὴν κατσίκα μου, τὴ Μοσχούλα!... Μὲ σένα δὲν ἔχω νὰ κάμω.» Αν και στο Όνειρο στο κύμα, τα διαλογικά μέρη είναι ελάχιστα, σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη βρίσκουμε πλούσιες διαλογικές καταγραφές.


Η Γλώσσα και το Υφος του Παπαδιαμάντη

Η περιγραφή του! Γίνεται πάντα με τόση λεπτολογία! Θα ‘λεγε κανείς, αληθινά, με τόση θρησκευτική τυπικότητα! Ας θυμηθούμε, τουλάχιστον, τις «Μάγισσες», με το παλιό σπιτάκι του γέρου και το άλλο το γειτονικό, το ακατοίκητο ερείπιο…
Πώς αγαπά, αλήθεια, να ενδιατρίβει στις περιγραφές τούτου του νησιού, έστω και μόνος του, έστω κι αφού ο αναγνώστης κάποτε κουρασθεί να τον παρακολουθεί, και τον αφήνει στη μέση, και πηδά από πίσω του -ο αναγνώστης- φράσεις και φράσεις, τρυγώντας μόνο, εδώ κάπου, κάποιο εξαίσιο κοσμητικό επίθετο, εκεί κάποια παρομοίωση που μοσχοβολά από αίσθημα! Ω, ζυμωμένος με την παράδοση ο Παπαδιαμάντης, πώς να μην αγαπά την πρώτη και την πιο αισθητή της Παραδόσεως ρίζα –την πατρίδα, την πατρίδα του! Την αγαπά και την κατοικεί –και γι’ αυτό τη χιλιοπλασιάζει με τις απέραντες περιγραφές που η μια δε συμπίπτει ποτέ με μιαν άλλη. Μέσα απ’ την ελάχιστη Σκιάθο, με τους δύο – τρεις όρμους και τα δύο μικρά ακρωτήρια, έβγαλε εκατό τουλάχιστον διηγήματά του, όπως ένας ταχυδακτυλουργός μέσα από ένα μικρό, ελάχιστο κουτί τραβά κορδέλες, αυγά, νομίσματα, σπαθιά, τραπουλόχαρτα, σπίρτα, πουλιά.
Από δω αρχίζει η τέχνη του Παπαδιαμάντη κι εδώ περιορίζεται σχεδόν ο ρομαντισμός του.
Η περιγραφή είναι, αληθινά, το πρώτο απ’ τα στοιχεία τα ρομαντικά του Παπαδιαμάντη. Αλλ’ όταν λέγω ρομαντικά, δεν παίρνω, φυσικά, τον όρο με την ηθική, μα -να προσέξουμε σε τούτο- με τη φιλολογική του σημασία, ειδικότερα, με την ιστορικό-φιλολογική. Ο Παπαδιαμάντης γίνεται ρομαντικός, για να γίνει πραγματικός. Περνά, μαζί στην πραγματικότητα και στο ρομαντισμό. Και μόνον έτσι, και μόνο σε τούτο θα ημπορούσε βέβαια να γίνει εκείνος ρομαντικός. Γίνεται, άλλως τε, θέλει και δε θέλει –τι σημαίνει! Γιατί μόνο ο ρομαντικός περιγράφει, κι’ όποιος περιγράφει, είναι ρομαντικός, κι όλα αυτά δεν έχουν σημασία ούτε πολεμικής, ούτε άμυνας, εννοείται, απλώς σημασία κατατάξεως, ακαδημαϊκή. […]
Στην περιγραφή υπάγεται –και φιλολογικός ρομαντισμός είναι και τούτο – κ’ η πιστότητα των διαλόγων του Παπαδιαμάντη. Κι όχι μόνο τη φυσικότητα, όχι μόνο τη δύναμη, όχι μόνο το τυπικό, μα ακόμα και το φωνητικό μέρος το διασώζει ακέραιο –και τούτο μαζί μ’ όλους τους ξενισμούς, ή με τους παιδισμούς, ή μ’ ό,τι το ιδιότροπο, το ανώμαλο, το πρωτότυπο- φθάνει να είναι πραγματικό.

Τέλλος Άγρας, «Πώς βλέπουμε σήμερα τον Παπαδιαμάντη» [1936]: Κριτικά, επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, τ.3. [Μορφές και Κείμενα της Πεζογραφίας], Αθ.: Ερμής, <Φιλολογική Βιβλιοθήκη, 4>, 1984, σελίδες 11-74: 42-43.

Ο Παπαδιαμάντης δεν έκαμε ποτέ στη γλώσσα το αποφασιστικό βήμα από την καθαρεύουσα προς τη δημοτική όπως πολλοί άλλοι της γενιάς του (ο Καρκαβίτσας π.χ. ή ο Ξενόπουλος). Η καθαρεύουσά του είναι όμως εντελώς προσωπική και ιδιότυπη, ακόμα και ανόμοια. Συχνά λέγεται πως η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι επηρεασμένη από τη βυζαντινή ή την εκκλησιαστική γλώσσα. Πρώτος, θαρρώ, ο Παλαμάς (σ’ ένα κριτικότατο άρθρο στην «Τέχνη», το 1899), επιφυλακτικά όμως και όχι αποκλειστικά, πρόβαλε μια τέτοια άποψη. Διατυπωμένη απόλυτα η άποψη αυτή μένει ωστόσο ανεύθυνη και ατεκμηρίωτη, και μια επιστημονική «ανάλυση» της γλώσσας του (που δεν έχει επιχειρηθεί ως τώρα) θα την αποδείκνυε, νομίζω, λαθεμένη.
Θα έλεγα μάλλον πως υπάρχουν στη γλώσσα του τρεις (ή τέσσερις) αναβαθμοί: Στους διαλόγους του χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη, την ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς. Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα για την αφήγηση, με βάση βέβαια την καθαρεύουσα, μια καθαρεύουσα όμως αρκετά χαλαρή και καθόλου ψυχρή, και με πρόσμειξη (όχι μόνο στο λεξιλόγιο, αλλά και στο τυπικό και στη σύνταξη) πολλών στοιχείων της δημοτικής, αυτό είναι ίσως το πιο προσωπικό του ύφος. Και τέλος υπάρχει και μια προσεγμένη και αμιγής καθαρεύουσα, η κληρονομημένη, θα έλεγα, από την παλαιότερη πεζογραφία του Π. Καλλιγά ή του Α. Ρ. Ραγκαβή, που ο Παπαδιαμάντης την επιφυλάσσει στις περιγραφές, καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις.

Λίνος Πολίτης, «Εισαγωγή στο “Βαρδιανό στα Σπόρκα”» [Αθ. Γαλαξίας]: ΑΑ.VV., Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Είκοσι Κείμενα για τη Ζωή και το Έργο του, προλ. επιλ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθ.: Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1979, σελίδες 237-244:243-244.

Τον Παπαδιαμάντη πρέπει να τον καθιερώσουμε πατέρα του ελληνικού ύφους στην γενικότητά του, να τον κρατήσουμε «μεταποιημένο» στη δημοτική διανοητικά, και να τον κοιτάξουμε όχι ευθέως σαν τάχατες καθαρευουσιάνικο ιδίωμα, αλλά σαν γεγονός που παρήγαγε ο κρύφιος δημοτικός λόγος. Κάτω από μια «απερχόμενη» γλώσσα που δεν ήταν ποτέ του λαού ξεκινούσε τώρα στην εποχή του με νέες δυνάμεις μετά από λανθάνουσα υπνηλία, βασισμένη στην διορατικότητα της προφητικής μορφής του, η νέα γλώσσα (ή παλιά γλώσσα) που έχει τώρα κατακτήσει την ελληνική έκφραση.

Νίκος Αθανασιάδης, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης…» ΑA.VV., Τετράδια «Ευθύνης», αρ. 15, σελίδες 34-46:46

Η λιτότητα δεν είναι ζήτημα αριθμού χρωμάτων, σχημάτων ή λέξεων, είναι ζήτημα κατάλληλου χειρισμού, έτσι ώστε να δραστηριοποιείται ολόκληρο το δυναμικό της εκφραστικής και να μπαίνει στην υπηρεσία του τεχνίτη χωρίς να δείχνει ότι ξεχειλίζει, ότι περισσεύει, ότι αποτελεί ένα βάρος που θα μπορούσε ο τελευταίος να το αποφύγει, κατά συνέπεια και ο δέκτης -ο θεατής ή αναγνώστης- να μην το υποστεί.
Το πιο πλούσιο υλικό, η πιο μεγάλη χλιδή, αν υποταχθούν στην τάξη του πνεύματος αυτοεξουδετερώνονται σαν ποσότητες και αυτοαξιοποιούνται σαν ποιότητες –κάτι που βρίσκουμε να συμβαίνει κατ’ εξοχήν στα αρχαία κείμενα.

Οδυσσέας Ελύτης

Διαβάζεις τον Παπαδιαμάντη και νιώθεις την ελληνική γλώσσα να σαλεύει και να φουσκώνει, όπως η θάλασσα, και να σου τραγουδάει τα άρρητα, να σου μολογάει τα αμολόγητα, να σου ξεσκεπάζει τα αμπαρωμένα. Ως το σημείο, φυσικά, που η έκφραση μπορεί ακόμα και λειτουργεί, προτού να φτάσουμε στο ανέκφραστο, μπροστά στο οποίο όλοι απαρατάμε ανήμποροι και τα μολύβια και τα χαρτιά και, από εκεί και πέρα, ο λόγος μηδέ που λέγεται μηδέ που γράφεται και ο άνθρωπος σωπαίνει. Και όμως ο Παπαδιαμάντης (όπως κάθε παρόμοιος άνθρωπος) καμιά φορά βρίσκει λόγια και για εκείνο που βρίσκεται πέρα από τα λόγια. Όταν κάποτε καταγραφτούν όλες οι λέξεις από το έργο του θα απορήσουμε δίκαια για το αποθησαύρισμα της γλωσσικής παρακαταθήκης του. Δεν υπάρχει άλλος Έλληνας συγγραφέας με τέτοια εξουσία απάνω στη χρήση της γλώσσας της ελληνικής, που να ξέρει όλα τα πράματα με τα ονόματά τους (ακόμα και για περιπτώσεις ή λεπτομέρειες που δε θα φανταζόταν κανείς πώς πλάστηκαν τα αντίστοιχα ονόματα) […].
Η γλώσσα μας πριν από αυτόν δεν ήταν ίδια με τη γλώσσα μας ύστερα από αυτόν. Κάθε μεγάλος ποιητής ή πεζογράφος αυτό κάνει στη γλώσσα του, την πλουταίνει με τη μεσολάβησή του. Από εκεί παίρνει καθένας και το όνομά του και λογιέται μεγάλος ή όχι μεγάλος. Χαράζει άσβηστα το αχνάρι του απάνω στη γλώσσα μας, ανεπανάληπτο και παντοτινό. Προτού τη γράψει εκείνος η γλώσσα μας δεν είχε τα όσα έχει τώρα που εκείνος την έγραψε. Και δεν είχαμε και εμείς, μέσα στο μακρόκοσμο της γλώσσας μας, το μικρόκοσμο της γλώσσας του Παπαδιαμάντη. Αβγάτισε τη λαλιά μας.

Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δίπτυχο, Αθ.: Δρόμος, 1986, σελίδες 11-18:12-18 ~ [με τίτλο: «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης»., ΙΔ. Μελετήματα, τ.ι.Αθ: Δόμος, 1994, σελίδες 259-265:261-265. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...