Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Η διανομή των εθνικών κτημάτων (Επεξεργασία Πηγής)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jean François Millet

Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται, να αναλύσετε τις ρυθμίσεις αλλά και τις συνέπειες της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1871.

Κείμενο

Στις 25 Μαρτίου 1871 η κυβέρνηση Κουμουνδούρου δημοσιεύει το νόμο «περί διανομής και διαθέσεως της εθνικής γης», που για πρώτη φορά από την εποχή της Ανεξαρτησίας θέτει το πρόβλημα της απόδοσης των πρώην τουρκικών τσιφλικιών στους ακτήμονες γεωργούς. Η εκτέλεση του νόμου ανατίθεται στους δήμους, η δε πληρωμή των αγρών καθορίζεται σε 26 ετήσιες δόσεις. Η τιμή ορίστηκε σε 59 δραχμές το στρέμμα κατά μέσο όρο, ποσό τεράστιο τότε για το βαλάντιο των φτωχών αγροτών. Ο κλήρος καθορίστηκε σε 40 στρέμματα ποτιστικά κατ’ ανώτατο όριο ή 80 ξερικά κατά γεωργική οικογένεια.
Ο νόμος αυτός, σε τελευταία ανάλυση, ήταν δυσμενής για τους αγρότες. Κανένας δεν μπόρεσε να αγοράσει περισσότερα από επτά στρέμματα κατά μέσο όρο, ενώ οι παλιοί κάτοχοι της γης, οι γνωστοί τσιφλικάδες, πρόσθεσαν νέες εκτάσεις στα κτήματά τους. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ο τύπος του νεοέλληνα κτηματία, ο οποίος δυνάστευε και δυναστεύει ακόμη την οικονομία της χώρας με την τοκογλυφία σε βάρος των φτωχών καλλιεργητών και με την πολιτική καταπίεση. Αυτονόητο πως ο νόμος του Κουμουνδούρου δεν έθιξε τη μεγάλη ιδιοκτησία των παλιών τζακιών, ούτε τα μοναστηριακά κτήματα, τα οποία, κατά πρόχειρο υπολογισμό της εποχής, ξεπερνούσαν το καθένα τα 1000 στρέμματα.

[Τ. ΒΟΥΡΝΑΣ, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τόμος Α΄, σ 446-447.]

Η προσπάθεια διανομής των «εθνικών γαιών» εντατικοποιήθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με τις ελληνικές κυβερνήσεις να φτάνουν στην οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το παράθεμα, οι ρυθμίσεις αυτές νομοθετήθηκαν από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου, η οποία στις 25 Μαρτίου του 1871 δημοσίευσε σχετικό νόμο για τη διανομή της εθνικής γης. Την εκτέλεση, μάλιστα, του νόμου την ανέθεσε στους δήμους. 
Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Οι στόχοι ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται και από το παράθεμα, όπου επιπροσθέτως σημειώνεται πως η τιμή για κάθε στρέμμα είχε οριστεί στις 59 δραχμές κι η αποπληρωμή μπορούσε να γίνει σε 26 ετήσιες δόσεις. Όπως, πάντως, σχολιάζει ο συγγραφέας του παραθέματος, το κόστος αγοράς ήταν δυσβάσταχτο για τους φτωχούς αγρότες, καθιστώντας συνολικά τις σχετικές ρυθμίσεις δυσμενείς για εκείνους.   
Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000 παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο πολυτεμαχισμός της γης ήδη μεγάλος. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των ιδιοκτησιών ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια δημητριακών. Σε ό,τι αφορά την αγορά μικρών εκτάσεων γης από τους αγρότες, στο παράθεμα τονίζεται πως αυτό οφειλόταν στην οικονομική αδυναμία τους, που είχε ως αποτέλεσμα οι περισσότεροι να αγοράσουν κατά μέσο όρο μόλις 7 στρέμματα. Ενώ, την ίδια στιγμή, δόθηκε η ευκαιρία στους τσιφλικάδες να διευρύνουν ακόμη περισσότερο τις ιδιοκτησίες τους, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία, ήδη από εκείνη την εποχή, μιας χωριστής κοινωνικής ομάδας ευκατάστατων κτηματιών που άρχισαν να επιδίδονται στην εκμετάλλευση των φτωχότερων μέσω της τοκογλυφίας.
Επρόκειτο όμως για σημαντική διανομή καλλιεργήσιμων γαιών, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τα 600.000 στρέμματα εθνικών γαιών που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1870. Ωστόσο, μόνο το 50% περίπου του αντιτίμου των παραχωρούμενων γαιών πληρώθηκε τελικά στο κράτος από τους αγοραστές της εθνικής αυτής ιδιοκτησίας. Επιπλέον, όπως αυτό σημειώνεται στο παράθεμα, ο νόμος του Κουμουνδούρου δεν έθιξε τα συμφέροντα των σημαντικών οικογενειών της εποχής που διέθεταν μεγάλες ιδιοκτησίες γης, μήτε τα μοναστηριακά κτήματα, έστω κι αν αυτά ξεπερνούσαν συχνά σε έκταση τα 1000 στρέμματα.

Δημήτρης Χατζής «Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Matthias Haker photography

Δημήτρης Χατζής «Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα»

[Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Το διπλό βιβλίο (1976) του Δημήτρη Χατζή. Το πρόσωπο που αφηγείται είναι ο Κώστας, ένας φτωχός Έλληνας μετανάστης που ζει και εργάζεται ως βιομηχανικός εργάτης στη Γερμανία, στη δεκαετία του 1960. Στο απόσπασμα διηγείται τι κάνει τα βράδια, όταν έχει τελειώσει τη δουλειά του στο εργοστάσιο (το ΑΟΥΤΕΛ, ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων) και επιστρέφει στο φτωχικό δωμάτιό του, στο σπίτι της Φράου Μπάουμ. Σε κάποια σημεία του αποσπάσματος ο Κώστας απευθύνεται σ’ ένα άλλο πρόσωπο· το πρόσωπο αυτό είναι ένας συγγραφέας που θέλει να γράψει την ιστορία της ζωής του Κώστα.]

Για να πάω το πρωί στο εργοστάσιο παίρνω το μετρό, παίρνω και λεωφορείο, αλλιώς δεν προφταίνω. Το βράδυ όμως άμα σκολάσω, πάω με τα πόδια, χειμώνα και καλοκαίρι. Για να φτάσω στο σπίτι πρέπει να περάσω από το κέντρο της πόλης, τη μεγάλη τη λεωφόρο, με τις ρεκλάμες, τα καταστήματα, τα μπαρ, τις βιτρίνες. Τα φώτα της έχουν ανάψει. Κι αν θέλεις να ξέρεις, εγώ πολύ τ’ αγαπάω τα φώτα της πόλης. Περισσότερο από τον ήλιο της μέρας. Είναι, λέω κάποτε με το μικρό το μυαλό μου, τα νέα μας μάτια, του δικού μας του κόσμου του σημερινού. Τα ηλεκτρικά τα φώτα τα βλέπουν καλύτερα.
         Η λεωφόρος έρχεται κάθετα στη Μύλλερ-στράσσε που βρίσκεται το κατάστημα το δικό μας. Περνώντας αποκεί στέκομαι μια στιγμή και κοιτάζω πάλι τη βιτρίνα του - κάθε βράδυ την κοιτάζω. ΑΟΥΤΕΛ απάνω με νέον και μέσα στη βιτρίνα του όλες οι λάμπες που φκιάχνουμε, μικρές και μεγάλες, αναμμένες γύρω γύρω σαν να ‘ναι κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στέκομαι και τις κοιτάζω. Σκέφτομαι πως όλες οι λάμπες αυτές, όλες όσες έρχονται σ’ αυτό το κατάστημα, μικρές και μεγάλες, κόκκινες, άσπρες ή πράσινες, έχουν όλες περάσει από τις δικές μου τις πλάτες. Κοιτάζω, λοιπόν, σαν να κοιτάζω, να ψάχνω μέσα τον εαυτό μου. Κάπου, λέω, πρέπει να βρίσκεται μέσα κι αυτός. Κάνω πάλι λογαριασμούς. Δέκα δεκαπέντε εργοστάσια μας δίνουν τα προϊόντα τους έτοιμα για να γίνει ένα λαμπάκι των δύο κηρίων. Είμαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Βάλε και τις πρώτες ύλες - είμαστε όλος ο κόσμος μέσα σ’ αυτό το λαμπιόνι των δύο κηρίων. Και μας χωράει. Το ‘δα σ’ ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς. Μας έδειχναν μια στάλα νερό κι εκατομμύρια μικρόβια μέσα. Στέκομαι, λοιπόν, και γω κάθε βράδυ μπροστά σ’ αυτή τη βιτρίνα. Από μέσα το δικό μου το μικροβιάκι πρέπει να με βλέπει κολοσσό σε τεράστια μεγέθυνση. Απέξω βλέπω τον εαυτό μου στην πραγματική του διάσταση μέσα σ’ αυτό το μίνι λαμπιόνι.
Αφήνω το κατάστημα, μπαίνω στη λεωφόρο.
         Στην αρχή που πρωτόρθα -τα ίδια με το ΑΟΥΤΕΛ- νόμιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο. Περίμενα δηλαδή κάθε βράδυ πως κάτι θα γίνει. Τώρα το ξέρω βέβαια το λάθος μου. Εδώ ποτέ δε γίνεται τίποτα. Δεν έχει ποτέ φασαρία, καβγάδες, να γίνει αναστάτωση, ταραχή. Σπάνια, σπανιότατα κανένα δυστύχημα μόνο. Όλα πάνε με την ίδια τάξη που πήγαν και χτες - σαν να ‘ναι κάπου μια αόρατη τροχαία που τα ‘χει βάλει στη ρέγουλα: Τάκα-τάκα στο εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο.
         Βάζω τα χέρια μου και τα δυο στις τσέπες του παντελονιού μου, με το σακάκι πίσω ανασηκωμένο -κακή συνήθεια μου λένε και δεν την κόβω- παίρνω τη λεωφόρο, την περπατάω, με το κεφάλι σκυμμένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.
Άνθρωποι, κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα μου, πάνε μαζί μου. Και πάω και γω - ο δρόμος μάς πάει, η λεωφόρος, κάτω απ’ τα φώτα της. Τους κοιτάζω. Όλοι τους, λέω, πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε. Εγώ είμαι εδώ, στη λεωφόρο, στην άσφαλτο, περισσότερο απ’ όλους. Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν να ‘ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα. Λένε στο καφενείο και για τους άλλους - πως ξένοι γινήκαμε όλοι στις μεγάλες αυτές πολιτείες. Αν είναι έτσι, λέω τότες εγώ - εγώ, λοιπόν, πρέπει να ‘μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των ξένων, ο ιθαγενής. Και να φροντίσεις εσύ, κύριε συγγραφέα, να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα στο σπίτι της Φράου Μπάουμ, από την πίσω μεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων.

Δ. Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Το Ροδακιό

* ρεκλάμα: φωτεινή διαφήμιση * νέον: (γαλλική λέξη) χημικό στοιχείο της ομάδας των ευγενών αερίων που λειτουργεί ως μέσο φωτισμού * κηρίο: μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού φωτός * ρέγουλα: τάξη, ευταξία, μέτρο * πλάκα: επιτύμβια πλάκα, η μαρμάρινη πλάκα που τοποθετείται σε τάφο

Ο τίτλος του κειμένου σε συσχέτιση με τον ήρωα της ιστορίας
Ο Κάσπαρ Χάουζερ (1812-1833) ήταν ένας νεαρός Γερμανός που εμφανίστηκε αιφνιδίως κάποια στιγμή το Μάη του 1828 στη Νυρεμβέργη, ισχυριζόμενος πως είχε περάσει όλη τη μέχρι τότε ζωή του σε πλήρη απομόνωση, σε κάποιο σκοτεινό κελί. Αγνοούσε την ταυτότητα των γονιών του και το μόνο που είχε στην κατοχή του ήταν κάποιες επιστολές -η γνησιότητα των οποίων αμφισβητείται- από το άγνωστο άτομο που μέχρι τότε τον είχε υπό την «προστασία» του, καθώς κι από τη μητέρα του. Σύμφωνα με αυτές ήταν γιος κάποιου στρατιωτικού, που είχε πεθάνει, και είχε δοθεί από τη μητέρα του, ενώ ήταν ακόμη βρέφος, σε κάποιον για να τον μεγαλώσει. Ό,τι ζητούσε η μητέρα του, ήταν να γίνει κι ο γιος της στρατιωτικός, όπως κι ο πατέρας του.
Το μυστήριο γύρω από την πραγματική ταυτότητα του νεαρού περιπλέχτηκε ακόμη περισσότερο από διάφορες φήμες που τον ήθελαν να είναι γιος κάποιου τοπικού αριστοκράτη, ο οποίος μη θέλοντας να αποδεχτεί το νόθο αυτό παιδί, το είχε δώσει να το μεγαλώσουν κρυφά.
Ο Κάσπαρ Χάουζερ απασχόλησε για καιρό την κοινή γνώμη της Γερμανίας, καθώς στάθηκε αδύνατο να εξακριβώσουν την αλήθεια σχετικά με τους πραγματικούς γονείς του, αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες μεγάλωσε. Λίγα χρόνια μετά, κι ενώ ο νεαρός Κάσπαρ είχε αρχίσει να εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου, εμφανίστηκε το Δεκέμβρη του 1833 πληγωμένος από μαχαίρι στο στήθος, ισχυριζόμενος πως είχε δεχτεί επίθεση από κάποιον άγνωστο. Αν και αρχικά αμφισβητήθηκε το περιστατικό της επίθεσης, με τη σκέψη πως ο νεαρός αυτοτραυματίστηκε προκειμένου να τραβήξει εκ νέου την προσοχή της κοινής γνώμης, αργότερα βρέθηκαν μάρτυρες που επιβεβαίωσαν τη συνάντησή του με κάποιον άγνωστο άντρα. Ο Κάσπαρ, πάντως, πέθανε λίγες μέρες μετά τον τραυματισμό του· ήταν μόλις 21 ετών.
Το γεγονός ότι ο ήρωας της ιστορίας, ο Κώστας, βρίσκεται σε μία ξένη πόλη, χωρίς δικούς του ανθρώπους και χωρίς εμφανείς σχέσεις με τους ντόπιους, μας δημιουργεί την αίσθηση πως είναι κι εκείνος ένας άγνωστος, όπως ο Κάσπαρ Χάουζερ. Η ψυχική και συναισθηματική αποξένωση, μάλιστα, που βιώνει ο ήρωας κι η αδυναμία του να αναγνωρίσει τη θέση του μέσα στην κοινωνία όπου ζει, μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε ακόμη καλύτερα τη συσχέτισή του με τον νεαρό Κάσπαρ που πέρασε τη σύντομη ζωή του χωρίς να γνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα και χωρίς να μπορεί να αισθανθεί πως ανήκει πραγματικά στην πολιτεία όπου πέρασε τα τελευταία του χρόνια.        

Σχολιασμός χωρίων

1η παράγραφος: Η δήλωση του ήρωα πως τα βράδια του αρέσει να επιστρέφει στο σπίτι με τα πόδια, φανερώνει τη μοναξιά του, εφόσον προφανώς δεν υπάρχει κανείς να τον περιμένει να γυρίσει σπίτι. Του αρέσει, άρα, να περπατά στη μεγάλη λεωφόρο, καθώς θέλει να βρεθεί ανάμεσα στους ανθρώπους και να θαυμάσει το φωτισμένο κέντρο της πόλης. Οι άγνωστοι άνθρωποι, οι βιτρίνες των καταστημάτων και οι φωτεινές διαφημίσεις λειτουργούν ως υποκατάστατα της κοινωνικής επαφής που απουσιάζει από τη ζωή του. Ο ήρωας επιθυμεί, λοιπόν, να ξεχαστεί για λίγο ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε να μην σκέφτεται πόσο μόνος του είναι.
Ο ήρωας σχολιάζει πως τα φώτα της πόλης του αρέσουν περισσότερο κι από το φως του ήλιου, υποδηλώνοντας έτσι έμμεσα το θαυμασμό του για τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής του και για τη δυνατότητα των ανθρώπων να επιτυγχάνουν ολοένα και πιο αξιοθαύμαστα επιτεύγματα.
«Είναι, λέω κάποτε με το μικρό το μυαλό μου, τα νέα μας μάτια, του δικού μας του κόσμου του σημερινού.» Ο Κώστας κατανοεί πως η τεχνολογία αποτελεί το μέλλον των ανθρώπων και δεν διστάζει να ομολογήσει το θαυμασμό του γι’ αυτή. Η φράση που χρησιμοποιεί «με το μικρό το μυαλό μου» φανερώνει αφενός την απουσία συστηματικών σπουδών και αφετέρου τη λαϊκή καταγωγή του ήρωα.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η προτίμηση του ήρωα για τα φώτα της πόλης συνδέεται και με την επαγγελματική του απασχόληση, μιας και δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων. Ενώ, συνάμα, σε υποσυνείδητο επίπεδο ο ήρωας στρέφεται περισσότερο στο τεχνητό φως της νύχτας μη θέλοντας να έχει στη σκέψη του το λαμπρό φως του ελληνικού ήλιου· το φως της πατρίδας που έχει αφήσει πίσω του.

2η παράγραφος: «Κοιτάζω, λοιπόν, σαν να κοιτάζω, να ψάχνω μέσα τον εαυτό μου. Κάπου, λέω, πρέπει να βρίσκεται μέσα κι αυτός.» Ο Κώστας συνηθίζει κάθε βράδυ να παρατηρεί τις λάμπες στη βιτρίνα του καταστήματος της ΑΟΥΤΕΛ, αναζητώντας να βρει σε αυτές τον εαυτό του· αναζητώντας να βρει ενδείξεις της δικής του συνεισφοράς. Πρόκειται, ωστόσο, για μια μάταιη προσπάθεια, καθώς στη διαδικασία παραγωγής εργάζονται χιλιάδες άνθρωποι που έχουν ο καθένας από ένα συγκεκριμένο μικρό ρόλο, με αποτέλεσμα κανένας από αυτούς να μην μπορεί να αισθανθεί το τελικό προϊόν ως δικό του δημιούργημα. Έτσι, ο ήρωας απογοητεύεται, εφόσον θεωρεί πως ο καθημερινός του μόχθος εκμηδενίζεται και αφανίζεται κάπου μέσα στις μικρές αυτές λάμπες, χωρίς να του προσφέρεται η αίσθηση της ουσιαστικής προσφοράς· η αίσθηση πως φτιάχνει κάτι για το οποίο μπορεί να αισθάνεται υπερήφανος· κάτι το οποίο να έχει τη δική του προσωπική σφραγίδα. Με αυτή, λοιπόν, τη σκέψη κατά νου, ο Κώστας νιώθει εντελώς ασήμαντος και μηδαμινός.
Ο ήρωας που ζει σε μια ξένη χώρα, χωρίς οικογένεια και χωρίς πραγματικούς φίλους, αδυνατεί να βρει κάποιου είδους δικαίωση έστω στον εργασιακό του βίο, με αποτέλεσμα να νιώθει απολύτως ασήμαντος, σαν ένα «μικροβιάκι».
«Το ‘δα σ’ ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς.» Στη φράση αυτή, που συνιστά αναδρομική αφήγηση, δε θα πρέπει να μας διαφύγει ο γενικόλογος τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στους ανθρώπους που ήταν μαζί του «κάτι Ρωμιούς», ένδειξη πως ο Κώστας δεν τους αισθάνεται ούτε τους θεωρεί φίλους του. Η μοναξιά του είναι σχεδόν απόλυτη.

3η παράγραφος:  «Στην αρχή που πρωτόρθα -τα ίδια με το ΑΟΥΤΕΛ- νόμιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο.» Με μια νέα αναδρομική αφήγηση, ο ήρωας αποκαλύπτει πως όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στη Γερμανία κι είχε περπατήσει σ’ αυτή την κεντρική λεωφόρο, νόμιζε πως διαρκώς θα συνέβαινε και κάτι το ενδιαφέρον εκεί, πως η ζωή στο μεγάλο αυτό δρόμο και στη μεγάλη αυτή χώρα θα ήταν γεμάτη ένταση. Κατόπιν, ωστόσο, κατάλαβε πως στους δρόμους της Γερμανίας δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε, καθώς όλοι και όλα λειτουργούν με υποδειγματική αυστηρότητα και συνέπεια. Σε αντίθεση με τη ζωντάνια, την απειθαρχία και την αίσθηση ελευθερίας που επικρατεί στην Ελλάδα, στη νέα αυτή πατρίδα όλα γίνονται με τάξη, χωρίς παρεκκλίσεις.

4η παράγραφος: «Βάζω τα χέρια μου και τα δυο στις τσέπες του παντελονιού μου, με το σακάκι πίσω ανασηκωμένο -κακή συνήθεια μου λένε και δεν την κόβω- παίρνω τη λεωφόρο, την περπατάω, με το κεφάλι σκυμμένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.» Ο Κώστας συνηθίζει να περπατά με το σακάκι ανασηκωμένο, σαν να κρύβει το πρόσωπό του, μια συνήθεια που του έχουν επισημάνει πως δεν είναι καλή, εφόσον δημιουργεί στους άλλους την εντύπωση πως είναι ύποπτος ή πως έχει κάτι να κρύψει. Εκείνος, όμως, αρνείται να συμμορφωθεί στις σχετικές υποδείξεις, εκφράζοντας έτσι -με την ασήμαντη αυτή πράξη- την αντίδρασή του απέναντι στο καταπιεστικά πειθαρχημένο περιβάλλον της νέας του πατρίδας. Ξέρει πως οι γύρω του τον κοιτούν πιθανώς με καχυποψία για τον τρόπο με τον οποίο κυκλοφορεί στην πόλη, έτσι όπως σκύβει το κεφάλι του και κρύβει το πρόσωπό του με τον ανασηκωμένο γιακά του σακακιού, αλλά δεν τον απασχολεί· θέλει να δείξει την απροθυμία του να συμμορφωθεί σε όλους τους κανόνες, όλες τις συνήθειες και όλη την τυπικότητα των Γερμανών.

5η παράγραφος: «Όλοι τους, λέω, πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε. Εγώ είμαι εδώ, στη λεωφόρο, στην άσφαλτο, περισσότερο απ’ όλους.» Τη στιγμή που όλοι οι άνθρωποι περνούν από τη λεωφόρο με κάποιο σαφή προορισμό, εφόσον έχουν δικούς τους ανθρώπους να τους περιμένουν κάπου, ο Κώστας είναι ο μόνος που βρίσκεται στη λεωφόρο γιατί θέλει να βρίσκεται εκεί· είναι ο μόνος που βρίσκεται εκεί, χωρίς να έχει κάπου να πάει ή κάποιον να τον περιμένει.
«Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν να ‘ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα.» Με δεδομένη την απουσία οικογένειας και φίλων από τη ζωή του ήρωα, η λεωφόρος λειτουργεί κατά τρόπο παράδοξο σαν το σπίτι του, σαν τον μόνο χώρο όπου μπορεί να βρίσκεται χωρίς να αισθάνεται με απόλυτο τρόπο τη μοναξιά του. Εκεί τουλάχιστον μπορεί να βλέπει άλλους ανθρώπους γύρω του, έστω κι αν είναι όλοι άγνωστοι και αδιαφορούν για εκείνον. Ο Κώστας, μη έχοντας κατορθώσει να δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς στη Γερμανία και μη έχοντας βρει κάτι που να του προσφέρει την αίσθηση πως έχει εκεί έναν σκοπό, νιώθει πως είναι πλήρως αποξενωμένος, δίχως σπίτι ή πατρίδα, αφού όπου κι αν βρεθεί ό,τι αντικρίζει είναι η μοναξιά του κι η αδυναμία του να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της ζωής του.  

Ερωτήσεις

1. Για ποιους λόγους ο Κώστας αισθάνεται μεγάλη ψυχική και κοινωνική αποξένωση;

Ο Κώστας αισθάνεται μεγάλη ψυχική και κοινωνική αποξένωση, διότι αφενός ζει εντελώς μόνος του, χωρίς οικογένεια ή φίλους και αφετέρου διότι δεν κατορθώνει να αντλήσει ευχαρίστηση από το επάγγελμά του. Η μετανάστευση σε μια ξένη χώρα αποτέλεσε για εκείνον προφανώς μια επιλογή ανάγκης, γι’ αυτό και δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα πρόθυμος να ενταχθεί πλήρως στη νέα του «πατρίδα». Επιλέγει, έτσι, να τηρεί αποστάσεις τόσο από τους ντόπιους, όσο και από τους εκεί Έλληνες, με τους οποίους θα μπορούσε να δημιουργήσει πιο στενούς φιλικούς δεσμούς. Τον ακούμε, για παράδειγμα, όταν αναφέρεται στην ταινία που είδε στο σινεμά, να λέει πως πήγε μαζί με «κάτι Ρωμιούς»· ένδειξη πως δεν τους θεωρεί φίλους του, γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιεί τα ονόματά τους.
Ο Κώστας βιώνει την παραμονή του στη Γερμανία ως μια περίοδο ψυχικής δοκιμασίας, εφόσον περνά το χρόνο του όχι προσπαθώντας να συνάψει σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω του, αλλά αναλογιζόμενος με πικρία πόσο μόνος και πόσο ασήμαντος είναι. Παρατηρεί κάθε βράδυ τους περαστικούς στη λεωφόρο και σκέφτεται πως όλοι τους έχουν κάπου να πάνε, πως όλοι έχουν κάποιον να τους περιμένει στο σπίτι, ενώ εκείνος είναι εντελώς μόνος του, χωρίς κάποιο σκοπό στη ζωή του και χωρίς δικούς του ανθρώπους. Πρόκειται για μια βαθιά αίσθηση μοναξιάς και κοινωνικής αλλοτρίωσης, που πληγώνει βαθύτατα τον ήρωα, καθώς τον ωθεί να πιστεύει πως η δική του ζωή είναι στερημένη νοήματος.
Παράλληλα, ο ήρωας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει στα προϊόντα που παράγει το εργοστάσιο, στο οποίο εργάζεται, τη δική του συνεισφορά. Έχοντας έναν περιορισμένο και συγκεκριμένο ρόλο στη γραμμή παραγωγής, όταν βλέπει τις λάμπες ολοκληρωμένες αναζητά μάταια να εντοπίσει την προσωπική του συμβολή στη δημιουργία τους. Του είναι αδύνατο να θεωρήσει το τελικό προϊόν ως καθαρά δικό του έργο κι αυτό του προκαλεί ακόμη εντονότερα συναισθήματα απογοήτευσης, εφόσον θεωρεί πως οι ώρες που δαπανά καθημερινά στην εργασία του περνούν χωρίς να είναι εμφανής κατόπιν ο κόπος του κι η δική του δουλειά. Καταλήγει υπ’ αυτή την έννοια να αποξενώνεται από την εργασία του και να αισθάνεται ακόμη πιο απομονωμένος, αφού ούτε η εργασία του ούτε η κοινωνική του ζωή έχουν να του προσφέρουν κάποια αίσθηση επίτευξης και ευχαρίστησης.      

2. Τι είναι αυτό που κάνει τον Κώστα να παρομοιάζει τον εαυτό του, τώρα που ζει κι εργάζεται στη Γερμανία, με ένα «μικρόβιο»;

Ο Κώστας αναλογιζόμενος πως στην κατασκευή κάθε μικρής λάμπας που παράγει το εργοστάσιο επιμερίζεται η εργασία διακοσίων χιλιάδων ανθρώπων, συνειδητοποιεί πως η συνεισφορά του κάθε εργαζόμενου χωριστά στο τελικό προϊόν είναι απειροελάχιστη. Ο καθένας τους φτιάχνει ή είναι υπεύθυνος για ένα συγκεκριμένο μόνο μέρος της κάθε λάμπας, με αποτέλεσμα στο τέλος να μην υπάρχει κανείς που να θεωρεί πως η ολοκληρωμένη λάμπα είναι δικό του αποκλειστικά έργο. Έτσι, ο καθημερινός εργασιακός μόχθος του ήρωα, μοιάζει να χάνεται κάπου μέσα στις μικρές αυτές λάμπες και να μην είναι πια ορατός.
Ακριβώς, λοιπόν, επειδή ο ήρωας δεν φτιάχνει κάτι εξολοκλήρου μόνος του, ώστε να έχει την αναγκαία εκείνη αίσθηση επίτευξης, για να συνεχίζει με ανανεωμένο ενδιαφέρον την προσπάθειά του, βιώνει έντονα συναισθήματα αποξένωσης από την εργασία του. Νιώθει πως οι ώρες που αφιερώνει στη δουλειά του ουσιαστικά εκμηδενίζονται, αφού τίποτε από το τελικό αποτέλεσμα δεν έχει κάτι απ’ τη δική του προσωπική ταυτότητα. Όσο χρήσιμες ή εξελιγμένες κι αν είναι οι λάμπες που κατασκευάζει το εργοστάσιο, δεν μπορούν εντούτοις να προσφέρουν στον ήρωα την αίσθηση πως έχει κατορθώσει κάτι το σημαντικό, αφού η δική του προσφορά είναι ουσιαστικά αφανής.
Πέρα, βέβαια, από την αδυναμία του ήρωα να αντλήσει ικανοποίηση από την εργασία του, το γεγονός ότι βρίσκεται εντελώς μόνος του σε μια ξένη χώρα, δίχως να έχει κοντά του ανθρώπους που να τον νοιάζονται και να τον αγαπούν, καθιστά ακόμη πιο έντονη την αίσθησή του πως είναι ασήμαντος. Εφόσον γνωρίζει πως κανείς δεν τον περιμένει να γυρίσει από τη δουλειά και πως προφανώς κανείς δεν θα τον αναζητήσει σε περίπτωση που δεν επιστρέψει, νιώθει πως η παρουσία του εκεί δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία. Σε μια μεγάλη χώρα μ’ ένα πλήθος ανθρώπων που έχουν οικογένειες, φίλους και κάποιο σκοπό στη ζωή τους, εκείνος είναι μια «ανούσια» μονάδα για την οποία δεν νοιάζεται και δεν ενδιαφέρεται κανείς.    

3. Στο τέλος του αποσπάσματος ο Κώστας συμπυκνώνει με ειρωνικό τρόπο το νόημα της ζωής του στη φράση: «[...] εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων». Τι πιστεύετε ότι προκάλεσε αυτή την πικρή διαπίστωση του Κώστα;

Η ζωή του Κώστα στη μεταπολεμική Γερμανία των χιλιάδων μεταναστών χαρακτηρίζεται από αισθήματα μοναξιάς και αποξένωσης. Ο ήρωας, που δεν έχει κατορθώσει να ενσωματωθεί στην ξένη χώρα και να δημιουργήσει στενούς φιλικούς δεσμούς, περιφέρεται άσκοπα σε μια απρόσωπη πόλη ανάμεσα σε αγνώστους που αδιαφορούν για εκείνον, αισθανόμενος ολοένα και πιο ασήμαντος. Τη στιγμή που οι άλλοι άνθρωποι γύρω του έχουν -ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει ο ήρωας- κάποιον προορισμό στις καθημερινές τους μετακινήσεις· έχουν ανθρώπους που τους αγαπούν και κάποιον που τους περιμένει κάθε βράδυ, εκείνος ζει εντελώς μόνος του, αδυνατώντας να δημιουργήσει μια δική του οικογένεια ή έστω φιλικούς δεσμούς, ώστε να μην αισθάνεται τόσο απομονωμένος.
Το αίσθημα της αποξένωσής του, μάλιστα, επιδεινώνεται από το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια πολυπολιτισμική ξένη χώρα, όπου ολόγυρά του κινούνται άνθρωποι που μιλούν διαφορετικές γλώσσες από τη δική του, έχουν διαφορετικές συνήθειες και αντιλήψεις, κι είναι απρόθυμοι να ενδιαφερθούν για εκείνον ή για οποιονδήποτε ξένο άνθρωπο, όπως είναι ο Κώστας. Η αποξένωση διατρέχει εν γένει την εκεί κοινωνία, αφού το συνονθύλευμα μεταναστών και ντόπιων δεν έχει κάποιο κοινό στοιχείο που να διασφαλίζει μια κάποια συνοχή και ενότητα μεταξύ τους. Είναι όλοι άγνωστοι και ξένοι μεταξύ τους σε μια πολιτεία που ενδιαφέρεται μόνο για την τήρηση της τάξης κι όχι για τη δημιουργία ουσιαστικών δεσμών ανάμεσα στα ετερόκλητα μέλη της. Έτσι, σε αντίθεση με την πατρίδα του Κώστα, όπου ακόμη κι αν βρισκόταν ανάμεσα σε αγνώστους, θα είχε τουλάχιστον την επίγνωση πως είναι κι εκείνοι Έλληνες με τις ίδιες αξίες και αρχές, στη Γερμανία βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους με τους οποίους δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο.
Αν και ως ένα βαθμό η μοναξιά του ήρωα οφείλεται και στη δική του απροθυμία να προσεγγίσει τουλάχιστον τους άλλους Έλληνες που ζουν εκεί, είναι πάντως προφανές πως για έναν μετανάστη που καλείται να ζήσει ανάμεσα σε ανθρώπους μιας διαφορετικής εθνικότητας, με εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις, η αίσθηση της αποξένωσης δεν μπορεί παρά να θεωρείται δεδομένη. Την οικειότητα και την ευκολία της επικοινωνίας που έχει κάποιος όταν ζει στη χώρα του, δεν μπορεί να την αποκτήσει σε μια ξένη χώρα ακόμη κι αν ζει καιρό εκεί.   

4. Ο Κώστας είναι ένα απλοϊκό πρόσωπο, με λαϊκή καταγωγή. Εντοπίστε λέξεις και φράσεις του κειμένου στις οποίες φαίνεται αυτό.

Ο συγγραφέας προκειμένου να φανερώσει τη λαϊκή καταγωγή και την απλοϊκότητα του ήρωα χρησιμοποιεί φράσεις και λέξεις, όπως οι ακόλουθες: «αλλιώς δεν προφταίνω», «λέω κάποτε με το μικρό το μυαλό μου», «έχουν όλες περάσει από τις δικές μου τις πλάτες», «που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς», «Τάκα-τάκα στο εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο.», «κακή συνήθεια μου λένε και δεν την κόβω.». 

Λατινικά Γ΄ Λυκείου: Ενεργητική και Παθητική Περιφραστική συζυγία

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Katharina Jung

Λατινικά Γ΄ Λυκείου: Ενεργητική και Παθητική Περιφραστική συζυγία

Ενεργητική Περιφραστική Συζυγία

Η μετοχή του ενεργητικού Μέλλοντα, που σχηματίζεται κανονικά από το θέμα του σουπίνου με τις καταλήξεις: -urus, -ura, -urum, και το sum σε όλους τους χρόνους σχηματίζουν την ενεργητική περιφραστική συζυγία, η οποία εκφράζει επικείμενη πράξη, πρόθεση, αναπόφευκτη εξέλιξη κτλ.

rogo - rogavi - rogatum - rogare (παρακαλώ κάποιον, ρωτώ, ζητώ να) 38, 21

Οριστική
Ενεστώτας: rogaturus-a-um sum, es est, rogaturi-ae-a sumus, estis, sunt
Παρατατικός: rogaturus-a-um eram, eras, erat, rogaturi-ae-a eramus, eratis, erant
Μέλλοντας: rogaturus-a-um ero, eris, erit, rogaturi-ae-a erimus, eritis, erunt
Παρακ.: rogaturus-a-um fui, fuisti, fuit, rogaturi-ae-a fuimus, fuistis, fuerunt/-ere
Υπερ.: rogaturus-a-um fueram, fueras, fuerat, rogaturi-ae-a fueramus, fueratis, fuerant
ΣΜέλλ.: rogaturus-a-um fuero, fueris, fuerit, rogaturi-ae-a fuerimus, fueritis, fuerint

Υποτακτική
Ενεστώτας: rogaturus-a-um sim, sis, sit, rogaturi-ae-a simus, sitis, sint
Παρατατικός: rogaturus-a-um essem, esses, esset, rogaturi-ae-a essemus, essetis, essent
Μέλλοντας: ---
Παρακ.: rogaturus-a-um fuerim, fueris, fuerit, rogaturi-ae-a fuerimus, fueritis, fuerint
Υπερ.: rogaturus-a-um fuissem, fuisses, fuisset, rogaturi-ae-a fuissemus, fuissetis, fuissent

Απαρέμφατο
Ενεστώτα: rogaturum-am-um esse, rogaturos-as-a esse
Παρακειμένου: rogaturum-am-um fuisse, rogaturos-as-a fuisse

- Η υποτακτική ενεστώτα ενεργητικής περιφραστικής συζυγίας συμπίπτει στον τύπο και στη σημασία με την υποτακτική μέλλοντα της ενεργητικής φωνής και το απαρέμφατο ενεστώτα της ενεργητικής περιφραστικής συζυγίας συμπίπτει στον τύπο και στη σημασία με το ενεργητικό απαρέμφατο μέλλοντα.

- Η Ενεργητική Περιφραστική Συζυγία χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το υστερόχρονο στις προτάσεις με ομαλή ακολουθία χρόνων.

Παραδείγματα μετατροπών:

Κείμενο 45
quantoque in periculo res sit (σε πόσο μεγάλο κίνδυνο βρίσκονται τα πράγματα)
Δευτερεύουσα πλάγια ερωτηματική. Εκφέρεται με υποτακτική ενεστώτα (sit), γιατί εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου (cognoscit) και δηλώνεται το σύγχρονο στο παρόν.

Προτερόχρονο στο παρόνquantoque in periculo res fuerit (Υποτακτική Παρακειμένου)
Υστερόχρονο στο παρόνquantoque in periculo res futura sit (Υποτακτική Ενεστώτα Ενεργητικής Περιφραστικής Συζυγίας)

Αν η πρόταση εξαρτηθεί από ιστορικό χρόνο (cognovit):

Σύγχρονο στο παρελθόνquantoque in periculo res esset (Υποτακτική Παρατατικού)
Προτερόχρονο στο παρελθόνquantoque in periculo res fuisset (Υποτακτική Υπερσυντελίκου)
Υστερόχρονο στο παρελθόνquantoque in periculo res futura esset (Υποτακτική Παρατατικού Ενεργητικής Περιφραστικής Συζυγίας)

Κείμενο 44
quam fuerint inopes amicorum (πόσο υπήρξαν στερημένοι από φίλους)
Δευτερεύουσα πλάγια ερωτηματική. Εκφέρεται με υποτακτική παρακειμένου (fuerint), γιατί εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου (intellegitur), και δηλώνει το προτερόχρονο στο παρόν.

Σύγχρονο στο παρόν: quam sint inopes amicorum (Υποτακτική Ενεστώτα)
Υστερόχρονο στο παρόν: quam futuri sint inopes amicorum (Υποτακτική Ενεστώτα Ενεργητικής Περιφραστικής Συζυγίας)

Αν η πρόταση εξαρτηθεί από ιστορικό χρόνο (intellectum est):

Σύγχρονο στο παρελθόν: quam essent inopes amicorum (Υποτακτική Παρατατικού)
Προτερόχρονο στο παρελθόνquam fuissent inopes amicorum (Υποτακτική Υπερσυντελίκου)
Υστερόχρονο στο παρελθόν: quam futuri essent inopes amicorum (Υποτακτική Παρατατικού Ενεργητικής Περιφραστικής Συζυγίας)

Παθητική Περιφραστική Συζυγία

Το γερουνδιακό, ρηματικό επίθετο με παθητική σημασία (που σχηματίζεται από το θέμα του Ενεστώτα με τις καταλήξεις -ndus, -nda, -ndum για α΄, β΄ συζυγία και -endus, -enda, -endum για γ΄, δ΄ συζυγία) και το sum σε όλους τους χρόνους σχηματίζουν την παθητική περιφραστική συζυγία, η οποία αντιστοιχεί στα ρηματικά επίθετα σε -τέος της ελληνικής.

Οριστική
Ενεστώτας: rogandus-a-um sum, es, est, rogandi-ae-a sumus, estis, sunt
Παρατατικός: rogandus-a-um eram, erat, erat, rogandi-ae-a eramus, eratis, erant
Μέλλοντας: rogandus-a-um ero, eris, erit, rogandi-ae-a erimus, eritis, erunt
Παρακ.: rogandus-a-um fui, fuisti, fuit, rogandi-ae-a fuimus, fuistis, fuerunt /-ere
Υπερ.: rogandus-a-um fueram, fueras, fuerat, rogandi-ae-a fueramus, fueratis, fuerant
ΣΜελ.: rogandus-a-um fuero, fueris, fuerit, rogandi-ae-a fuerimus, fueritis, fuerint

Υποτακτική
Ενεστώτας: rogandus-a-um sim, sis, sit, rogandi-ae-a simus, sitis, sint
Παρατατικός: rogandus-a-um essem, esses, esset, rogandi-ae-a essemus, essetis, essent
Μέλλοντας: ---
Παρακ.: rogandus-a-um fuerim, fueris, fuerit, rogandi-ae-a fuerimus, fueritis, fuerint
Υπερ.: rogandus-a-um fuissem, fuisses, fuisset, rogandi-ae-a fuissemus, fuissetis, fuissent

Απαρέμφατο
Ενεστώτας: rogandum-am-um esse, rogandos-as-a esse
Παρακείμενος: rogandum-am-um fuisse, rogandos-as-a fuisse

- Τα γένη, τα πρόσωπα και οι αριθμοί της παθητικής περιφραστικής συζυγίας έχουν νόημα μόνο στην προσωπική σύνταξη. Στην απρόσωπη, χρησιμοποιείται το ουδέτερο γένος του γερουνδιακού στον ενικό αριθμό και το γ΄ ενικό του sumest erat fuisset…, όπως και στην απρόσωπη σύνταξη των σε -τέος της ελληνικής ( βοηθητέον στί τ πόλει).

- Όταν το γερουνδιακό λειτουργεί ως κατηγορούμενο συνοδεύεται πάντα από το ρήμα sum και σχηματίζει μαζί του την παθητική περιφραστική συζυγία.

Προσωπική σύνταξη:

Προσωπική σύνταξη έχουμε όταν το γερουνδιακό συμφωνεί με το υποκείμενο του sum στο οποίο αποδίδεται κατά γένος, αριθμό και πτώση. Αυτό συμβαίνει όταν το γερουνδιακό ανήκει σε ρήμα ενεργητικής σημασίας μεταβατικό που συντάσσεται με αιτιατική ή προέρχεται από το utor (+ αφαιρετική).

Παραδείγματα μετατροπών:

Κείμενο 11
Hannibal omnes gentes Hispaniae bello superāvit (Ο Αννίβας νίκησε στον πόλεμο όλα τα έθνη της Ισπανίας)

Omnes gentes Hispaniae fuerunt superandae Hannibali bello (Όλα τα έθνη της Ισπανίας έπρεπε να νικηθούν από τον Αννίβα στον πόλεμο)  
[gentes: Υποκείμενο. sunt: Ρήμα. superandae: Κατηγορούμενο. Hannibali: Δοτική προσωπική ποιητικού αιτίου]

Hannibal debuit omnes gentes Hispaniae bello superare (Ο Αννίβας όφειλε να νικήσει όλα τα έθνη της Ισπανίας στον πόλεμο)

Carthaginienses eum in Africam revocavērunt (οι Καρχηδόνιοι τον ανακάλεσαν στην Αφρική)

Is fuit revocandus in Africam Carthaginiensibus (Αυτός έπρεπε να ανακληθεί στην Αφρική από τους Καρχηδόνιους)

Carthaginienses debuerunt eum in Africam revocare (Οι Καρχηδόνιοι όφειλαν να τον ανακαλέσουν στην Αφρική)

Κείμενο 13
ille metum exercitus Rōmāni vicerat (αυτός κατανίκησε το φόβο του ρωμαϊκού στρατού)

Metus exercitus Romani fuerat vincendus illi (Ο φόβος του ρωμαϊκού στρατού έπρεπε να κατανικηθεί από εκείνον)

Ille debuerat metum exercitus Romani vincere (Εκείνος όφειλε να κατανικήσει το φόβο του ρωμαϊκού στρατού)

Απρόσωπη σύνταξη

Όταν το ρήμα, στο οποίο ανήκει το γερουνδιακό, είναι αμετάβατο ή συντάσσεται με πτώση διαφορετική από την αιτιατική. Στην περίπτωση αυτή το γερουνδιακό βρίσκεται στην ονομαστική ενικού του ουδετέρου.
Σχηματικά έχουμε: Ουδέτερο γερουνδιακού + est + Δοτική ποιητικού αιτίου + Αντικείμενο σε δοτική.
Η απρόσωπη σύνταξη, μετατρέπεται με τη χρήση του debeo, ως εξής:
Debeo + απαρ. Ενεστ. Ε.Φ. του ρήματος από το οποίο προέρχεται το γερουνδιακό + Υποκ. Ρήματος +  Αντ. Απαρ. (αν υπάρχει)
ή
Debet/ oportet + απαρ. Ενεστ. Ε.Φ. του ρήματος από το οποίο προέρχεται το γερουνδιακό + Υποκ. Απαρ. σε αιτιατική + Αντ. Απαρ. (αν υπάρχει)

Κείμενο 34

praedones... abiectis armis ianuae appropinquaverunt

Σύνταξη με debeo: praedones abiectis armis ianuae appropinquare debuerunt (Πρόκειται για ενεργητική σύνταξη. Δηλώνεται το υποκείμενο ρήματος σε ονομαστική. Το debeo τίθεται στο χρόνο του ρήματος που υποκαθιστά (Παρακείμενο), ενώ το ρήμα αυτό τρέπεται σε απαρέμφατο Ενεστώτα.)

Σύνταξη με παθητική περιφραστική συζυγία: 
abiectis armis praedonibus appropinquandum ianuae fuit (Πρόκειται για απρόσωπη σύνταξη. Επειδή το γερουνδιακό συντάσσεται με αντικείμενο σε πτώση δοτική. Το γερουνδιακό τίθεται σε ονομαστική ενικού του ουδετέρου. Σχηματικά έχουμε: Ουδέτερο γερουνδιακού + est (στο χρόνο του ρήματος που υποκαθιστά) + Δοτική ποιητικού αιτίου + Αντικείμενο σε δοτική.)

Κείμενο 3
quae incolis nocet (το οποίο αφανίζει τους κατοίκους) [απρόσωπη σύνταξη, διότι το ρήμα συντάσσεται με δοτική]

Σύνταξη με παθητική περιφραστική συζυγία: Incolis nocendum est cui.   

Σύνταξη με debeo: Debet / oportet nocere quam incolis (όφειλε αυτό να αφανίσει τους κατοίκους)

Debet / oportet: Απρόσωπο ρήμα
nocere: Τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο απρόσωπου ρήματος
quam: Υποκείμενο απαρεμφάτου σε αιτιατική
incolis: Αντικείμενο απαρεμφάτου.

Κείμενο 6
(Silius Italicusgloriae Vergili studēbat [απρόσωπη σύνταξη, διότι το ρήμα συντάσσεται με δοτική]

Σύνταξη με παθητική περιφραστική συζυγία: Silio Italico gloriae Vergili studendum erat.
Σύνταξη με debeo: Debet / oportet studere (Silium Italicum) gloriae Vergili.

Debet / oportet: Απρόσωπο ρήμα
studere: Τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος
(Silium Italicum): Υποκείμενο απαρεμφάτου σε αιτιατική
gloriae: Αντικείμενο απαρεμφάτου σε δοτική
Vergili: Γενική κτητική στο gloriae

Ισοδύναμη σύνταξη: Silius Italicus gloriae Vergili studere debebat.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...