Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Εξετάσεις Ομογενών 2012 [Νεανική αμφισβήτηση]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jackson McGoldrick

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Εξετάσεις Ομογενών 2012 [Νεανική αμφισβήτηση]

«Οι ασυμβίβαστοι»

Ο ασυμβίβαστος είναι μια πραγματικότητα του καιρού μας, γιατί δεν είναι ο ένας, ο μοναδικός και ο μοναχικός, καθώς άλλοτε, είναι πια οι πολλοί και ιδίως αυτοί οι νέοι που έρχονται με κραυγές και συχνά με απειλητικές χειρονομίες να μας επιπλήξουν για όσα έχουμε πράξει, για όσα έχουμε διασώσει και να μας στερήσουν το δικαίωμα της παρουσίας, αν το μπορέσουν.
Όταν μιλούμε για τους ασυμβίβαστους, έχουμε κυριότατα στο νου μας αυτούς τους νέους ανθρώπους. Το ασταμάτητο «όχι» τους. Έγραψα κάπου αλλού, και το πιστεύω πάντα, πως η Ιστορία προχωρεί με το «όχι», δεν προχωρεί με το «ναι». Με το «ναι» αποτελματώνεται. Το «όχι» μπορεί και να έχει ατομική προέλευση, να είναι η εξέγερση ενός προσώπου, μια αυτόβουλη ενέργεια. Το «ναι» σπανιότατα είναι η ολόψυχη και φωτισμένη συγκατάθεση. Στις περισσότερες περιπτώσεις προέρχεται από ραθυμία, ατολμία, αδιαφορία, ή έλλειψη εσωτερικής ανησυχίας. Το «ναι» πληρώνεται— και πλουσιοπάροχα κάποτε. Το «όχι» πληρώνει—και αδρότατα κάποτε.
Και, φυσικά, αυτή τη στιγμή δεν πρόκειται για το «όχι» του αντιρρησία, του αρνητικού τύπου, που είναι απαράγωγος από φυσικού του και πολεμάει κι απαρνιέται τα πάντα για να μπορέσει αυτόνομα να υπάρξει, όπως συχνά συμβαίνει στην ανέλιξη της πνευματικής ζωής, όπου στέρφοι και πικρόχολοι και κακόπιστοι προσπαθούν να πλάσουν ένα ατομικό πεπρωμένο με την αδιάκοπη άρνηση, καθώς τα σκυλιά που γαβγίζουν και γρούζουν, γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο να δηλώσουν την ύπαρξή τους. Ο λόγος είναι για το φωτισμένο, συλλογισμένο, σταθερό, αμετακίνητο «όχι», για μια απόφαση ψυχής και πνεύματος.
Η κραυγή των σύγχρονων ασυμβίβαστων, τουλάχιστον των περισσότερων—γιατί καμιά γενίκευση δεν είναι σωστή—είναι μια αυθόρμητη κίνηση, που δεν έχει προφτάσει να συλλογιστεί τον εαυτό της. Και τούτο είναι η αδυναμία της. Τα «άγουρα χρόνια» είναι όλο φλόγα. Άλλωστε, εμείς οι πρεσβύτεροι αυτή τη φλόγα τη θεωρούμε προνόμιο και τη μακαρίζουμε. Και η φλόγα δε φωτίζει μονάχα· πυρπολεί κιόλας και κατακαίει και μεταμορφώνει σε στάχτη.[…].
Οι ασυμβίβαστοι «ασεβούν» και προς την παράδοση. Την υποβάλλουν σ’ εξαντλητική ανάκριση, για να την αναγκάσουν να ομολογήσει την κενότητά της, όπου, φυσικά, συμβαίνει να είναι κενή. Κι επειδή οι καιροί μας είναι σκληροί, η αντιπαραδοσιακή επιδρομή παίρνει τη μορφή καταιγίδας, που τρομάζει τους απλοϊκούς και εξουθενώνει τους ανυποψίαστους χρησιμοθηρικούς. Αυτή η αντιπαραδοσιακή επιδρομή μοιάζει με διάρρηξη σε καλά ασφαλισμένο χρηματοκιβώτιο. Η επίδραση, επομένως, των ασυμβίβαστων, ακόμη κι όταν δεν είναι φανερή, είναι φυσικό να έχει υποβάλει την παράδοση σε σκληρότατη δοκιμασία.

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Οι σκληροί καιροί,
εκδόσεις των Φίλων. (Απόσπασμα σε διασκευή).

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α.1. Να γράψετε στο τετράδιό σας την περίληψη του κειμένου που σας δόθηκε (100 - 120 λέξεις).

Οι ασυμβίβαστοι άνθρωποι συνιστούν μια πραγματικότητα της εποχής, καθώς ταυτίζονται με τους νέους που τείνουν να επιπλήττουν τους μεγαλύτερους για τις επιλογές τους. Το διαρκές «όχι» των νέων δρα καταλυτικά, εφόσον η ιστορία προχωρά χάρη σε αυτό κι όχι με το «ναι», το οποίο αποτελματώνει τα πράγματα αφού γεννιέται από μια διάθεση αδιαφορίας. Πρόκειται, βέβαια, για το «όχι» το σταθερό που αντλείται απ’ την ψυχή του ατόμου, κι όχι για εκείνο του αντιπαραγωγικού ανθρώπου που χρησιμοποιεί την άρνηση για να κάνει απλώς αισθητή την παρουσία του. Η αντίδραση αυτή των νέων, ωστόσο, είναι συχνά αυθόρμητη, χωρίς ιδιαίτερη περισυλλογή, κι αυτό αποτελεί την αδυναμία της. Συνάμα, οι νέοι στρέφουν τον έλεγχό τους με σφοδρότητα και στην παράδοση προκαλώντας ανησυχία στους απλοϊκούς ανθρώπους.   

Β.1. Να αναπτύξετε σε μια παράγραφο 80-100 λέξεων το παρακάτω απόσπασμα της δεύτερης παραγράφου: «η Ιστορία προχωρεί με το “όχι”, δεν προχωρεί με το “ναι”».

Πολύ συχνά ό,τι αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ιστορίας και το μέσο για την επιτέλεση σημαντικών αλλαγών στις ανθρώπινες κοινωνίες είναι η άρνηση των πολιτών να συναινέσουν στην παγίωση ορισμένων καταστάσεων. Η κριτική στάση απέναντι στις επιμέρους πολιτικές και κοινωνικές δράσεις, που επιτρέπει στους πολίτες να αντιδρούν εγκαίρως σε όσα υπονομεύουν την ποιότητα τη ζωή του, όπως και η συλλήβδην απόρριψη κάποιων πολιτικών, αναγκάζει τους κρατούντες να επαναπροσδιορίσουν και να βελτιώσουν τις όποιες αποφάσεις τους. Η ήπια στάση, άλλωστε, των εφησυχασμένων πολιτών που δέχονται αδιαμαρτύρητα καθετί, όχι μόνο δεν κινεί την Ιστορία, αλλά την οδηγεί κιόλας σε αποτελμάτωση. Χρειάζεται η κάποτε εκρηκτική αντίδραση εκείνων που βρίσκονται διαρκώς σε επαγρύπνηση, για να συντελεστούν οι σημαντικές κοινωνικές αλλαγές.

Β.2.α. Να βρείτε δύο τρόπους ανάπτυξης της τρίτης παραγράφου (Και, φυσικά, … πνεύματος).

Σύγκριση – αντίθεση: δεν πρόκειται για το «όχι» του αντιρρησία / Ο λόγος είναι για το φωτισμένο, συλλογισμένο, σταθερό, αμετακίνητο «όχι».
Αναλογία: όπου στέρφοι και πικρόχολοι και κακόπιστοι... καθώς τα σκυλιά που γαβγίζουν και γρούζουν, γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο να δηλώσουν την ύπαρξή τους.

β. Να βρείτε τα δομικά μέρη της τελευταίας παραγράφου.

Θεματική περίοδος: Οι ασυμβίβαστοι «ασεβούν» και προς την παράδοση.
Σχόλια / Λεπτομέρειες: Την υποβάλλουν σ’ εξαντλητική ανάκριση, για να την αναγκάσουν να ομολογήσει την κενότητά της, όπου, φυσικά, συμβαίνει να είναι κενή. Κι επειδή οι καιροί μας είναι σκληροί, η αντιπαραδοσιακή επιδρομή παίρνει τη μορφή καταιγίδας, που τρομάζει τους απλοϊκούς και εξουθενώνει τους ανυποψίαστους χρησιμοθηρικούς. Αυτή η αντιπαραδοσιακή επιδρομή μοιάζει με διάρρηξη σε καλά ασφαλισμένο χρηματοκιβώτιο.
Κατακλείδα: Η επίδραση, επομένως, των ασυμβίβαστων, ακόμη κι όταν δεν είναι φανερή, είναι φυσικό να έχει υποβάλει την παράδοση σε σκληρότατη δοκιμασία.

Β.3.α. Να βρείτε στο κείμενο που σας δόθηκε πέντε παραδείγματα μεταφορικής χρήσης της γλώσσας.

- η Ιστορία προχωρεί με το «όχι»
- Το «όχι» πληρώνει—και αδρότατα κάποτε
- Τα «άγουρα χρόνια» είναι όλο φλόγα
- Την υποβάλλουν σ’ εξαντλητική ανάκριση
- η αντιπαραδοσιακή επιδρομή παίρνει τη μορφή καταιγίδας

β. Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου (Όταν μιλούμε… αδρότατα κάποτε) ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό, το πρώτο ενικό και το τρίτο ενικό πρόσωπο. Να αιτιολογήσετε τη χρήση του καθενός από αυτά τα πρόσωπα.

α΄ πληθυντικό: Με το πρόσωπο αυτό ο γράφων υποδηλώνει πως όσα επισημαίνει αποτελούν κοινές πεποιθήσεις των ανθρώπων της εποχής του, συμπεριλαμβάνοντας έτσι και τον αναγνώστη που αποκτά ενεργό ρόλο, αφού όσα διαβάζει καθρεφτίζουν και τις δικές του απόψεις.
α΄ ενικό: Με το πρώτο ενικό πρόσωπο ο συγγραφέας καταθέτει μια προσωπική του άποψη και αναγνωρίζει έτσι εμφανώς τόσο την υποκειμενικότητά της όσο και την ευθύνη σχετικά με την αλήθεια της.    
γ΄ ενικό: Με το πρόσωπο αυτό ο λόγος λαμβάνει εκ νέου την αντικειμενικότητα και την αποστασιοποίηση που αρμόζει σ’ ένα κείμενο που επιχειρεί να αποτυπώσει διαχρονικές και προσεκτικά σταθμισμένες απόψεις.

Β.4.α. Να δώσετε ένα συνώνυμο για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: μοναδικός, επιπλήξουν, ραθυμία, άλλωστε, μεταμορφώνει.

μοναδικός: ανεπανάληπτος, αναντικατάστατος, απαράμιλλος
επιπλήξουν: επιτιμήσουν, μαλώσουν
ραθυμία: οκνηρία, νωθρότητα, τεμπελιά
άλλωστε: εξάλλου
μεταμορφώνει: μεταβάλλει, μετατρέπει

β. Να δώσετε ένα αντώνυμο για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: απαρνιέται, συχνά, ατομικό, αδυναμία, κενή.

απαρνιέται: ενστερνίζεται, ασπάζεται  
συχνά: σπάνια
ατομικό: συλλογικό
αδυναμία: δύναμη, ισχύς, αλκή
κενή: γεμάτη, πλήρης

Γ.1. 1) Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα αίτια της νεανικής αμφισβήτησης;
2) Πιστεύετε ότι οι απόψεις του συγγραφέα για το ασυμβίβαστο πνεύμα των νέων επαληθεύονται στην εποχή μας;
Να αναπτύξετε τις απόψεις σας σχετικά με τα παραπάνω ερωτήματα σε ένα άρθρο που θα δημοσιευθεί στην εφημερίδα του σχολείου σας. (500-600 λέξεις).

Η νεανική αμφισβήτηση σε... κρίση!

Η νεανική αμφισβήτηση συνιστά μια διαχρονική πραγματικότητα, καθώς οι νέοι κάθε εποχής τείνουν να αντιδρούν απέναντι στο ήδη υπάρχον σύστημα αξιών και τις παγιωμένες αντιλήψεις της κοινωνίας. Έχουν τη διάθεση να ανανεώσουν και να αλλάξουν τα πράγματα, προκειμένου να νιώσουν πως έχουν κι εκείνοι δικαίωμα λόγου στην κοινωνία και πως δεν καλούνται, έτσι, να ζήσουν σ’ ένα αυστηρά διαμορφωμένο περιβάλλον που τους στερεί το αίσθημα της ενεργής συμμετοχής. Πρόκειται για μια εντελώς αναμενόμενη συμπεριφορά που άλλοτε αποκτά το χαρακτήρα μιας καταλυτικής δράσης κι άλλοτε περιορίζεται σε πράξεις δευτερεύουσας σημασίας.  
Οι νέοι κάθε εποχής, άλλωστε, ερχόμενοι σ’ επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα αντικρίζουν τα τρωτά της σημεία, τις ελλείψεις και τις αρνητικές της πτυχές, κι επιδιώκουν εύλογα την αλλαγή και την ανανέωση∙ επιδιώκουν τη βελτίωση. Αυτή, όμως, η διάθεσή τους, τούς φέρνει σε σύγκρουση με τους μεγαλύτερους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν αρνητικά αυτή τη διάθεση αλλαγής, εφόσον τη θεωρούν ως απόπειρα ανατροπής, όσων οι ίδιοι γνωρίζουν μια ζωή κι εκλαμβάνουν ως δεδομένα. Πολύ περισσότερο, οι μεγαλύτεροι εκλαμβάνουν τις ανανεωτικές διαθέσεις των νέων ως επίκριση απέναντι σε όσα οι ίδιοι δημιούργησαν τα προηγούμενα χρόνια.
Η νέα γενιά, επιπροσθέτως, έχει την τάση να αδιαφορεί για τις απόψεις των μεγαλύτερων ανθρώπων, θεωρώντας συχνά υπερβολικές ή αβάσιμες τις ανησυχίες και τις προειδοποιήσεις τους, εφόσον τις εκλαμβάνουν ως απόπειρες περιορισμού της ελευθερίας τους. Έτσι, δημιουργούνται συχνά εντάσεις στις μεταξύ τους σχέσεις αφού η διάθεση των μεν να βιώσουν την ελευθερία τους σε όλη της την έκταση έρχεται σε αντίθεση με τον προστατευτισμό των δε. Συχνά, άλλωστε, η εντύπωση των νέων πως οι μεγαλύτεροι δεν είναι αρκετά προοδευτικοί, ούτε δεχτικοί απέναντι στις αλλαγές, υπονομεύει δραστικά τη μεταξύ τους επικοινωνία, εφόσον αποτρέπει τους νέους από το να εκφράσουν με ειλικρίνεια τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις τους.
Εκείνο, ωστόσο, που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σε ό,τι αφορά τη διάθεση αμφισβήτησης των νέων της εποχής μας, είναι πως δεν έχει, όπως άλλοτε, το χαρακτήρα μιας ουσιαστικής θέλησης για ανανέωση της κοινωνίας. Οι σημερινοί νέοι έχουν βρεθεί εγκλωβισμένοι σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης που υπονομεύει με τον πλέον δραστικό τρόπο την πίστη τους στη δυνατότητα διαμόρφωσης ενός καλύτερου αύριο. Υπ’ αυτή την έννοια, αν κι η τάση αποστασιοποίησης από τις προηγούμενες γενιές είναι σαφώς παρούσα, δεν έχει, ωστόσο, αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας δυναμικής αντίδρασης απέναντι στις κοινωνικοοικονομικές παθογένειες και τις λανθασμένες επιλογές των μεγαλύτερων. Παραμένει σε λανθάνουσα μορφή και αναλώνεται σε δευτερεύοντα ζητήματα, που αφορούν κυρίως τα όρια της ατομικής ελευθερίας του κάθε νέου∙ απουσιάζει, δηλαδή, η από κοινού και με συγκεκριμένα αιτήματα κινητοποίηση των νέων ανθρώπων.
Αντιμέτωποι οι νέοι με τον καιροσκοπικό λαϊκισμό των πολιτικών και την εμφανή αδυναμία υλοποίησης καίριων αλλαγών στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, εκφράζουν την αμφισβήτησή τους με αναποτελεσματικούς τρόπους. Οδηγούνται, δηλαδή, είτε στην πλήρη αδιαφορία για την πολιτική κατάσταση της χώρας, έχοντας τη λανθασμένη εντύπωση πως η όποια δράση τους δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα, είτε καταφεύγουν σε οργισμένα ξεσπάσματα που λαμβάνουν συχνά τη μορφή βανδαλισμών. Αδυνατούν, όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο να αντιληφθούν πως η πραγματική τους δύναμη έγκειται αφενός στην καθαρότητα με την οποία μπορούν να αντικρίσουν και να επισημάνουν τις παθογένειες της κοινωνίας κι αφετέρου στο ασυμβίβαστο του χαρακτήρα τους. Μια σταθερή άρνηση των νέων να συμβιβαστούν με τις συνθήκες ζωής που επιχειρούν να τους επιβάλουν οι κρατούντες, θα οδηγούσε αναπότρεπτα σε βαθύτατες αλλαγές την κοινωνική μας πραγματικότητα.
      Οι νέοι, λοιπόν, σήμερα, αν και διατηρούν ακέραιη τη διάθεση αμφισβήτησης που χαρακτηρίζει την ηλικία και την ορμητικότητά τους, δεν κατορθώνουν να της δώσουν την επιθυμητή διέξοδο. Αντιλαμβάνονται, βέβαια, και βιώνουν τα προβλήματα της κοινωνίας, μα τελικά εγκλωβίζονται από αυτά, εφόσον είναι τέτοιο το εύρος τους που προκαλεί στους νέους το φόβο πως δεν υπάρχει πραγματική ελπίδα για το μέλλον τους. Έτσι, η αμφισβήτησή τους αναλίσκεται σε δευτερεύοντα ζητήματα, χωρίς να βρίσκει το στόχο της στην ουσία των προβλημάτων της σύγχρονης κοινωνίας. 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Επαναληπτικές Πανελλήνιες 2006 [Φανατισμός]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Katharina Jung

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Επαναληπτικές Πανελλήνιες 2006 [Φανατισμός]

ΚΕΙΜΕΝΟ

Ο φανατισμός είναι απέραντη δύναμη με διπλό πρόσωπο: ευεργετική και καταλυτική. Είναι δύσκολο να τον απορρίψει κανείς χωρίς συζήτηση. Αν συμβαίνει συχνά να τον καταριούμαστε, είναι γιατί γνωρίσαμε σχεδόν μονάχα την καταλυτική του ικανότητα. Τον ευεργετικό φανατισμό τον είδαμε σαν κάτι διαφορετικό: προσήλωση σ’ ένα χρέος ή σ’ ένα υψηλότατο ιδανικό. Και δεν τον ονομάσαμε τότε «φανατισμό». Δεν μπορούμε, ωστόσο, αν σωστά κρίνουμε, να παραμερίσουμε τις αγαθές πλευρές του φανατισμού: το πάθος για την αλήθεια, το πάθος για την έρευνα, το πάθος για την παιδεία, το πάθος για την ειρήνη, ανθρώπινες κορυφώσεις που δημιούργησαν ήρωες και μάρτυρες, την πινακοθήκη που καταυγάζει με το φως των προσωπικοτήτων της και δικαιώνει συνάμα την ανθρώπινη Ιστορία.
Η συνηθισμένη, ωστόσο, μορφή του φανατισμού είναι αληθινά αποκρουστική. Ο φανατικός, σ’ όλες τις εποχές, είναι στενοκέφαλος και στενόκαρδος. Το οπτικό του πεδίο είναι περιορισμένο και το πείσμα του ακατανίκητο. Αγνοεί τους συμβιβασμούς, αλλ’ αγνοεί και τις καλόπιστες κ’ ευγενικές παραχωρήσεις. Φρουρός συχνά ενός δόγματος που υποστηρίζει τις εξοχότερες αρετές, όσο προχωρεί τις χάνει ο ίδιος. Γίνεται απάνθρωπος, ωμός, σκαιός, αποθηριώνεται, για να εξανθρωπίσει τους ανθρώπους. Ο φανατισμός δημιουργεί καταστάσεις βρασμού. Αλλά βρασμού από εμπάθεια, μίσος, ακόμη κ’ εγκληματική διάθεση. Ας θυμηθούμε τα ολοκαυτώματα κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Θηρία και όχι άνθρωποι τα επραγματοποίησαν.
Έπειτα και τούτο: ο φανατισμός είναι μια παραγωγική επένδυση των καιροσκόπων, των μηχανορράφων και των εκμεταλλευτών της ανθρώπινης καλοπιστίας ή και αφέλειας· αφέλειας που φτάνει συχνά ίσαμε τα σύνορα της ηλιθιότητος. Νομίζω, πώς, όταν μιλούμε για ενάρετο φανατισμό, θα πρέπει να εννοούμε το φανατισμό των ταπεινών ηρώων της αλήθειας και της αρετής και όχι το φανατισμό των πληθών. Τα πλήθη, όταν φανατίζονται από τους επιδέξιους σκηνοθέτες των ιερών πολέμων ή των «επικών» εξορμήσεων, είναι πάντα ετερόφωτα, άβουλα και καταστροφικά. [...] Οι φανατικοί όποιας μορφής είναι οι μεγάλοι εγκληματίες που έσπειραν τον όλεθρο απάνω στη γης και σπίλωσαν ανεξίτηλα το νόημα του ανθρώπου.
Το υπόβαθρο του φανατισμού είναι η αυθεντία. Αυτό σημαίνει πως μέσα στη συνείδηση του φανατικού είναι ανάγκη ακόμη και ν’ αχνογράφεται μια πίστη. Ή μια αφοσίωση. Φανατικός δεν είναι μόνο εκείνος που πιστεύει αράγιστα και ανεπανόρθωτα. Συνηθέστατα για μια ολόκληρη ζωή. Αλλά κ’ εκείνος που αφοσιώνεται σ’ ένα πρόσωπο η σ’ ένα θεσμό ή σε μια κατάσταση όχι από πίστη ή, για να είμαστε περισσότερο μέσα στην αλήθεια, λιγότερο από πίστη και περισσότερο από αγάπη. [...] Ο φανατικός φίλαθλος, ας πούμε, μπορεί και ν’ αρρωστήσει ή και να πεθάνει για την ομάδα του· όχι πάντα γιατί π ι σ τ ε ύ ε ι πως η ομάδα του είναι η αξιότερη· αλλά γιατί είναι η ομάδα του τόπου του ή και η ομάδα των φίλων του ή και η αρχαία ομάδα η δική του ή και, χωρίς φανερή αιτία, από μια μυστική ανεξήγητη έλξη. Η αγάπη, ο θαυμασμός, η αφοσίωση, η στοργή γεννούν φανατισμούς σε πολλές περιπτώσεις αδιασάφητους, αναβρυσμένους από μυστικές πηγές, που δύσκολα μπορούν να τους ερμηνεύσουν και να τους δικαιολογήσουν οι αμύητοι. Έτσι γίνεται φανερό το ποσοστό της τύφλωσης που υπάρχει μέσα στο φανατισμό και ο περιορισμένος αριθμός των πλευρών του που είναι αληθινά γόνιμες και ωφέλιμες. Κ’ έτσι επίσης γίνεται φανερό γιατί ο αφανάτιστος άνθρωπος είναι ένας πολύτιμος παράγοντας ευθυκρισίας, καλής πίστης, νηφαλιότητας και σωφροσύνης – δηλαδή ο αρμοδιότερος κριτής σε κάθε περίπτωση, ο ιδανικός ελλανοδίκης, μορφή που προκαλεί την εκτίμηση και το σεβασμό.

καταυγάζει: φωτίζει δυνατά, προσδίδει έντονη λάμψη
σκαιός: τραχύς και σκληρός, προσβλητικός
αποθηριώνεται: εξαγριώνεται τόσο, ώστε να συμπεριφέρεται σαν θηρίο
ελλανοδίκης: κριτής αγώνων, μέλος της σχετικής κριτικής επιτροπής

(Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Οι σκληροί καιροί. Η τραγωδία του εικοστού αιώνα, ένατη έκδοση, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1993, σσ. 89-92.

Α. Να γράψετε στο τετράδιό σας την περίληψη του κειμένου που σας δόθηκε (100-120 λέξεις).

Ο φανατισμός έχει δύο πτυχές, τη θετική και την αρνητική. Η θετική, η αφοσίωση σε υψηλά ιδανικά, εκλήφθηκε ως κάτι το διαφορετικό και παραγνωρίστηκε έτσι η ωφέλιμη πλευρά του φανατισμού. Η έμφαση δόθηκε στην αρνητική του πλευρά που είναι αποτρόπαια, καθώς οδηγεί τα άτομα στην εμπάθεια και το μίσος, έστω κι αν οι αρχικές τους προθέσεις ήταν αγαθές. Ο φανατισμός, μάλιστα, αποτελεί εργαλείο στα χέρια των δημαγωγών και των καιροσκόπων που εκμεταλλεύονται την αφέλεια των πολιτών, κατευθύνοντάς τους συχνά σε πράξεις ακραίας βιαιότητας. Ο φανατικός ωθείται άλλοτε από την ανάγκη της πίστης ή της αφοσίωσης κι άλλοτε από την αγάπη και το θαυμασμό, καθιστώντας κάποτε δυσεξήγητες τις πηγές του φαινομένου αυτού. Η τύφλωση, πάντως, των φανατικών φανερώνει πόσο πολύτιμη είναι η καθαρότητα σκέψης των αφανάτιστων.   

Β1. Να αναπτύξετε σε 70-90 λέξεις το περιεχόμενο του επόμενου αποσπάσματος από το κείμενο: « [...] ο αφανάτιστος άνθρωπος είναι ένας πολύτιμος παράγοντας ευθυκρισίας, καλής πίστης, νηφαλιότητας και σωφροσύνης [...]».

Ο αφανάτιστος άνθρωπος είναι αναγκαίος για την ορθή λειτουργία της κοινωνίας, καθώς η σκέψη του διατηρεί την αντικειμενικότητά της κι η στάση του παραμένει ψύχραιμη ακόμη και σε περιόδους έντασης. Είναι εκείνος που μπορεί να ισορροπήσει τις ακραίες διαθέσεις των φανατισμένων και να υποδείξει την ορθότερη κάθε φορά προσέγγιση της αλήθειας, χωρίς να παρασύρεται από τη μονομερή θέαση των πραγμάτων που διακρίνει τους φανατικούς. Ο αφανάτιστος άνθρωπος, άλλωστε, ακριβώς επειδή δεν παρασύρεται από τις ιδεοληψίες των φανατικών είναι σε θέση να αποτιμήσει πιο νηφάλια την ουσία των αντιτιθέμενων απόψεων και να διακρίνει τόσο τις θετικές τους πτυχές όσο και τα πιθανά σημεία σύγκλισης που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποιο συμβιβασμό.

Β2. «Η συνηθισμένη, ωστόσο, μορφή του φανατισμού [...] ακόμη κ’ εγκληματική διάθεση». Με ποια συλλογιστική πορεία (παραγωγική–επαγωγική) αναπτύσσεται το συγκεκριμένο απόσπασμα του κειμένου; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

Η συλλογιστική πορεία είναι παραγωγική, διότι από μια γενική κρίση (Η συνηθισμένη, ωστόσο, μορφή του φανατισμού είναι αληθινά αποκρουστική) ο συγγραφέας προχωρά στην παρουσίαση πιο ειδικών χαρακτηριστικών του φανατισμένου ανθρώπου.

Β3. Να σχηματίσετε πρόταση με καθεμιά από τις επόμενες λέξεις, στο γραμματικό τύπο που αυτές βρίσκονται μέσα στο κείμενο: καταλυτική, εξανθρωπίσει, μηχανορράφων, ανεξίτηλα, ευθυκρισίας.

- Η επίδραση της τηλεόρασης στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης είναι καταλυτική.
- Το νέο νομοσχέδιο επιχειρεί να εξανθρωπίσει τις συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές.
- Η αιφνίδια αποπομπή του από το διοικητικό συμβούλιο είναι έργο μηχανορράφων.
- Άφησε ανεξίτηλα τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του στο χώρο των γραμμάτων.
- Το έντονο άγχος υπονομεύει την ψυχική διάθεση του ατόμου, αλλά και την ευθυκρισία του.

Β4. στενόκαρδος, αποθηριώνεται, καιροσκόπων, ετερόφωτα, ελλανοδίκης: Να σχηματίσετε μια νέα σύνθετη λέξη, που να έχει ως α΄ συνθετικό της το β΄ συνθετικό των πιο πάνω λέξεων.

στενόκαρδος: καρδιογράφος
αποθηριώνεται: θηριοτροφείο
καιροσκόπων: σκοποβολή
ετερόφωτα: φωτόλυση  
ελλανοδίκης: δικόγραφο

Γ. Με αφορμή τα συχνά κρούσματα βίας που προκαλούνται σε διάφορες περιοχές από αλληλοσυμπλεκόμενους οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων, το πολιτιστικό κέντρο του Δήμου σας οργανώνει εκδήλωση για τις επιπτώσεις του φανατισμού των ατόμων στην καθημερινότητά τους. Σε μια δεκάλεπτη ομιλία σας, να επισημάνετε τις αρνητικές όψεις του φανατισμού στην κοινωνική ζωή και να προτείνετε τρόπους για την αντιμετώπισή τους (500-600 λέξεις).

Αξιότιμοι συνδημότες,

Τα οδυνηρά γεγονότα που συνοδεύουν συχνά τους ποδοσφαιρικούς αγώνες, με τις βίαιες συμπλοκές των οπαδών να τραυματίζουν την εικόνα του αθλητισμού, συνιστούν μία έκφανση μόνο ενός κατά πολύ ευρύτερου ζητήματος. Πρόκειται, φυσικά, για το φαινόμενο του φανατισμού, το οποίο διατρέχει την ανθρώπινη ιστορία επιδεικνύοντας ανά διαστήματα επικίνδυνες εξάρσεις. Η τυφλή αυτή προσήλωση σε ιδέες ή πρόσωπα, που οδηγεί στην άρνηση κάθε κριτικής και στο μίσος για όποιον πιστεύει το αντίθετο, αποτελεί όχι μόνο ένα πολύ σοβαρό, αλλά κι ένα επίμονο πρόβλημα.
Η παρουσία του φανατισμού σε ποικίλους τομείς της ανθρώπινης δράσης και διάνοιας, έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση κι επανεμφάνισή του με ποικίλες μορφές. Είτε μιλάμε, ωστόσο, για τον θρησκευτικό ή τον κομματικό φανατισμό, είτε για τον αθλητικό ή ιδεολογικό φανατισμό, επί της ουσίας αντικρίζουμε κάθε φορά την τάση -ή και ανάγκη- του ατόμου να πιστεύει και να υπηρετεί μια ιδέα με ακλόνητη αφοσίωση. Μια τάση, βέβαια, με ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες στην κοινωνική ζωή, εφόσον ο φανατικός αντιμετωπίζει οποιαδήποτε αντίθετη ή διαφορετική άποψη ως εχθρική, και αρνείται να τη λάβει υπόψη του, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα εντελώς ακατάλληλο κλίμα για τη διενέργεια δημοκρατικού και γόνιμου διαλόγου, αφού εκείνο που ενδιαφέρει τον φανατικό είναι η επικράτηση της δικής του άποψης, και όχι η άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων μέσω της συνεξέτασης των αντιτιθέμενων απόψεων.
Η επιθυμία, άλλωστε, του φανατικού να δει τις δικές του απόψεις να επικρατούν, είναι συχνά τέτοιας έντασης, ώστε δεν διστάζει να καταφύγει ακόμη και στη χρήση βίας, θυσιάζοντας έτσι στο βωμό της ιδεολογίας του, την ανθρωπιά του και το σεβασμό του απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Η επικράτηση, μάλιστα, του φανατισμού και η βίαιη καταστολή οποιουδήποτε προβληματισμού αντίκειται στην ισχύουσα ιδεολογία θέτει ανυπέρβλητα εμπόδια στην ανεξάρτητη και ελεύθερη πνευματική δραστηριότητα που υπηρετεί την επιστήμη και τον πολιτισμό. Ο φόβος αντεκδικήσεων και η διαρκής ανασφάλεια, καταπνίγουν κάθε απόπειρα αντιλόγου και αμφισβήτησης, αποτρέποντας κάθε διάθεση ελεύθερης σκέψης. Ενώ, συνάμα, ο φανατικός, μη έχοντας πια τη δυνατότητα μιας ψύχραιμης θεώρησης των δεδομένων, τρέπεται σ’ έναν εύκολα ελέγξιμο «οπαδό» της πολιτικής μερίδας που εκπροσωπεί. Κατάσταση που, εύλογα, εξυπηρετεί απόλυτα τις σκοπιμότητες εκείνων που έχουν υποδαυλίσει τα πάθη του διχασμού και του φανατισμού, εφόσον τους επιτρέπει να καθοδηγούν, χωρίς αντιρρήσεις και αμφισβητήσεις, τις κινήσεις και τη δράση σημαντικής μερίδας των πολιτών.
Ο αγώνας κατά του φανατισμού, που πρέπει να απασχολεί κάθε κοινωνία, λαμβάνει κρίσιμη σημασία για τις πολιτείες εκείνες που μαστίζονται από οικονομικά προβλήματα και πολιτική αστάθεια, καθώς πρόκειται για παράγοντες που τείνουν να επιτείνουν το φαινόμενο αυτό. Καίριο ρόλο στην αντιμετώπιση του φανατισμού διαδραματίζει η ορθή και ανθρωπιστική παιδεία, που προσφέρει στους νέους αφενός την ικανότητα να κρίνουν με αντικειμενικότητα τα δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας και αφετέρου τους εξοπλίζει με βαθύ και αδιαπραγμάτευτο σεβασμό για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Βασικά, επομένως, ζητούμενα της παρεχόμενης στους νέους παιδείας, είναι η ανάδειξη της αξίας του διαλόγου στην αναζήτηση της αλήθειας, η ανεκτικότητα στις διαφορετικές απόψεις και αντιλήψεις, η κατανόηση πως η αλήθεια δεν είναι μονοσήμαντη ή μονόπλευρη, αλλά και η αξία της αμφισβήτησης ως μέσο για τη διαρκή βελτίωση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Οι νέοι καλούνται να αντιληφθούν πως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ελευθερία έκφρασης και σκέψης, η διαλλακτικότητα και η μετριοπάθεια συνιστούν βασικές ποιότητες για τους πολίτες του μέλλοντος.
Κρίσιμο, επίσης, ρόλο στην αντιμετώπιση του φανατισμού διαδραματίζει η παροχή έγκυρης και αντικειμενικής ενημέρωσης, όπως και η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε πλούσιο πνευματικό υλικό που φανερώνει το πολυποίκιλο της ανθρώπινης διάνοιας και του πλήθους των διαφορετικών ιδεών και απόψεων. Η αντικειμενική ενημέρωση παρέχει στους πολίτες τη δυνατότητα να σταθμίζουν τις διάφορες εξελίξεις και να κατανοούν ορθότερα τις συνέπειες της εκάστοτε πολιτικής επιλογής. Μόνο, άλλωστε, υπό συνθήκες έγκυρης και αντικειμενικής ενημέρωσης μπορούν οι πολίτες να αντιληφθούν την πραγματική προσφορά της κάθε πολιτικής παράταξης, χωρίς να παρασύρονται από επικοινωνιακά τεχνάσματα και από τεχνικές πόλωσης, που θολώνουν την κρίση τους. Ενώ, η επαφή με ποικίλα δημιουργήματα του πνεύματος, αποκαλύπτει στους πολίτες το πολύπλευρο της αλήθειας και τους ποικίλους τρόπους προσέγγισής της.
Η υπονόμευση της κοινωνικής συνοχής από την ενίσχυση του φανατισμού είναι τέτοιας έκτασης, ώστε θα αποτελούσε ασυγχώρητη αμέλεια το να μην υπάρξει έγκαιρη αντίδραση από τη μεριά της πολιτείας για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Με οδηγό, λοιπόν, την ανθρωπιστική παιδεία και με τη δύναμη του διαλόγου, θα πρέπει οι φορείς αγωγής να παρουσιάσουν στους νέους ανθρώπους μια ουσιαστική απάντηση στην επιζήμια δράση της ιδεοληπτικής προσέγγισης των πραγμάτων.

Αρχαία Ελληνικά: Ανώμαλα παραθετικά επιθέτων (σε -ίων, -ιστος)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Katharina Jung

Αρχαία Ελληνικά: Ανώμαλα παραθετικά επιθέτων (σε -ίων, -ιστος)
 
Μερικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζουν τα παραθετικά τους με τις παραθετικές καταλήξεις -τερος, -τατος, παρά παίρνουν στο συγκριτικό την κατάληξη -ίων (αρσ. και θηλ.), -ιον (ουδέτ.) και στο υπερθετικό την κατάληξη -ιστος, -ίστη, -ιστον. Επειδή τα παραθετικά αυτά σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Τα επίθετα αυτά είναι:
 
1. ασχρός, ασχρά, ασχρόν (= επονείδιστος, κακοήθης, απρεπής, φαύλος)
Συγκριτικός: , ασχίων, τ ασχιον
Υπερθετικός: ασχιστος, ασχίστη, ασχιστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
ασχίων, το ασχίονος, τ ασχίονι, τόν ασχίονα / ασχίω, () ασχιον
ασχίων, τς ασχίονος, τ ασχίονι, τήν ασχίονα / ασχίω, () ασχιον
τό ασχιον, το ασχίονος, τ ασχίονι, τό ασχιον, () ασχιον
 
Πληθυντικός
ο ασχίονεςσχίους, τν ασχιόνων, τος ασχίοσι(ν), τούς ασχίονας /ασχίους,  () ασχίονες /ασχίους
α ασχίονες /ασχίους, τν ασχιόνων, τας ασχίοσι(ν), τάς ασχίονας /ασχίους,  () ασχίονες /ασχίους
τά ασχίονα /ασχίω, τν ασχιόνων, τος ασχίοσι(ν), τά ασχίονα /ασχίω, () ασχίονα /ασχίω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
ασχιστος, το ασχίστου, τ ασχίστ, τόν ασχιστον, () ασχιστε
ασχίστη, τς ασχίστης, τ ασχίστ, τήν ασχίστην, () ασχίστη
τό ασχιστον, το ασχίστου, τ ασχίστ, τό ασχιστον, () ασχιστον
 
Πληθυντικός
ο ασχιστοι, τν ασχίστων, τος ασχίστοις, τούς ασχίστους, () ασχιστοι
α ασχισται, τν ασχίστων, τας ασχίσταις, τάς ασχίστας, () ασχισται
τά ασχιστα, τν ασχίστων, τος ασχίστοις, τά ασχιστα, () ασχιστα
 
2. χθρός, χθρά, χθρόν (= εχθρός, μισητός, απεχθής)
Συγκριτικός: , χθίων, τ χθιον, και ομαλά: χθρότερος, χθροτέρα, τό χθρότερον
Υπερθετικός: χθιστος, χθίστη, τό χθιστον,  και ομαλά: χθρότατος, χθροτάτη, τό χθρότατον
 
Κλίση συγκριτικών βαθμών
 
Ενικός
χθίων, το χθίονος, τ χθίονι, τόν χθίονα / χθίω, () χθιον
χθίων, τς χθίονος, τ χθίονι, τήν χθίονα / χθίω, () χθιον
τό χθιον, το χθίονος, τ χθίονι, τό χθιον, () χθιον
 
Πληθυντικός
ο χθίονες /χθίους, τν χθιόνων, τος χθίοσι(ν), τούς χθίονας /χθίους,  () χθίονες /χθίους
α χθίονες /χθίους, τν χθιόνων, τας χθίοσι(ν), τάς χθίονας /χθίους,  () χθίονες /χθίους
τά χθίονα /χθίω, τν χθιόνων, τος χθίοσι(ν), τά χθίονα /χθίω, () χθίονα /χιίω
 
Ενικός
χθρότερος - το χθροτέρου - τ χθροτέρ - τό χθρότερον - () χθρότερε
χθροτέρα - τς χθροτέρας - τ χθροτέρ - τήν χθροτέραν - () χθροτέρα
τό χθρότερον - το χθροτέρου - τ χθροτέρ - τό χθρότερον - () χθρότερον
 
Πληθυντικός
ο χθρότεροι - τν χθροτέρων - τος χθροτέροις - τούς χθροτέρους - () χθρότεροι
α χθρότεραι - τν χθροτέρων - τας χθροτέραις - τάς χθροτέρας - () χθρότεραι
τά χθρότερα - τν χθροτέρων - τος χθροτέροις - τά χθρότερα - () χθρότερα
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
χθιστος, το χθίστου, τ χθίστ, τόν χθιστον, () χθιστε
χθίστη, τς χθίστης, τ χθίστ, τήν χθίστην, () χθίστη
τό χθιστον, το χθίστου, τ χθίστ, τό χθιστον, () χθιστον
 
Πληθυντικός
ο χθιστοι, τν χθίστων, τος χθίστοις, τούς χθίστους, () χθιστοι
α χθισται, τν χθίστων, τας χθίσταις, τάς χθίστας, () χθισται
τά χθιστα, τν χθίστων, τος χθίστοις, τά χθιστα, () χθιστα
 
Ενικός
χθρότατος, το χθροτάτου, τ χθροτάτ, τόν χθρότατον, () χθρότατε
χθροτάτη, τς χθροτάτης, τ χθροτάτ, τήν χθροτάτην, () χθροτάτη
τό χθρότατον, το χθροτάτου, τ χθροτάτ, τό χθρότατον, () χθρότατον
 
Πληθυντικός
ο χθρότατοι, τν χθροτάτων, τος χθροτάτοις, τούς χθροτάτους, () χθρότατοι
α χθρόταται, τν χθροτάτων, τας χθροτάταις, τάς χθροτάτας, () χθρόταται
τά χθρότατα, τν χθροτάτων, τος χθροτάτοις, τά χθρότατα, () χθρότατα
 
3. δύς, δεα, δύ (= γλυκός, ευχάριστος, (μτφρ) προσφιλής, ευπρόσδεκτος)
Συγκριτικός: , δίων, τ διον
Υπερθετικός: διστος, δίστη, τό διστον
 
Κλίση θετικού βαθμού
 
Ενικός
δύς, το δέος, τ δε, τόν δύν, () δύ
δεα, τς δείας, τ δεί, τήν δεαν, () δεα
τό δύ, το δέος, τ δε, τό δύ, () δύ
 
Πληθυντικός
ο δες, τν δέων, τος δέσι(ν), τούς δες, () δες
α δεαι, τν δειν, τας δείαις, τάς δείας, () δεαι
τά δέα, τν δέων, τος δέσι(ν), τά δέα, () δέα
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
δίων, το δίονος, τ δίονι, τόν δίονα /δίω, () διον
δίων, τς δίονος, τ δίονι, τήν δίονα /δίω, () διον
τό διον, το δίονος, τ δίονι, τό διον, () διον
 
Πληθυντικός
ο δίονες /δίους, τν διόνων, τος δίοσι(ν), τούς δίονας /δίους, () δίονες /δίους
α δίονες /δίους, τν διόνων, τας δίοσι(ν), τάς δίονας /δίους, () δίονες /δίους
τά δίονα /δίω, τν διόνων, τος δίοσι(ν), τά δίονα /δίω, () δίονα /δίω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
διστος, το δίστου, τ δίστ, τόν διστον, () διστε
δίστη, τς δίστης, τ δίστ, τήν δίστην, () δίστη
τό διστον, το δίστου, τ δίστ, τό διστον, () διστον
 
Πληθυντικός
ο διστοι, τν δίστων, τος δίστοις, τούς δίστους, () διστοι
α δισται, τν δίστων, τας δίσταις, τάς δίστας, () δισται
τά διστα, τν δίστων, τος δίστοις, τά διστα, () διστα
 
4. καλός, καλή, καλόν (= ωραίος, όμορφος, δίκαιος, έντιμος, ευγενής)
Συγκριτικός: , καλλίων, τ κάλλιον
Υπερθετικός: κάλλιστος, καλλίστη, τό κάλλιστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
καλλίων, το καλλίονος, τ καλλίονι, τόν καλλίονα ή καλλίω, () κάλλιον
καλλίων, τς καλλίονος, τ καλλίονι, τήν καλλίονα ή καλλίω, () κάλλιον
τό κάλλιον, το καλλίονος, τ καλλίονι, τό κάλλιον, () κάλλιον
 
Πληθυντικός
ο καλλίονες ή καλλίους, τν καλλιόνων, τος καλλίοσι(ν), τούς καλλίονας ή καλλίους,  () καλλίονες ή καλλίους
α καλλίονες ή καλλίους, τν καλλιόνων, τας καλλίοσι(ν), τάς καλλίονας ή καλλίους,  () καλλίονες ή καλλίους
τά καλλίονα ή καλλίω, τν καλλιόνων, τος καλλίοσι(ν), τά καλλίονα ή καλλίω, () καλλίονα ή καλλίω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
κάλλιστος, το καλλίστου, τ καλλίστ, τον κάλλιστον, () κάλλιστε
καλλίστη, τς καλλίστης, τ καλλίστ, τήν καλλίστην, () καλλίστη
τό κάλλιστον, το καλλίστου, τ καλλίστ, τό κάλλιστον, () κάλλιστον
 
Πληθυντικός
ο κάλλιστοι, τν καλλίστων, τος καλλίστοις, τούς καλλίστους, () κάλλιστοι
α κάλλισται, τν καλλίστων, τας καλλίσταις, τάς καλλίστας, () κάλλισται
τά κάλλιστα, τν καλλίστων, τος καλλίστοις, τά κάλλιστα, () κάλλιστα
 
5. μέγας, μεγάλη, μέγα (= μεγάλος, υψηλός, ισχυρός, σπουδαίος, ορμητικός)
Συγκριτικός: , μείζων, τ μεζον
Υπερθετικός: μέγιστος, μεγίστη, τό μέγιστον
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
μείζων, το μείζονος, τ μείζονι, τόν μείζονα /μείζω, () μεζον
μείζων, τς μείζονος, τ μείζονι, τήν μείζονα /μείζω, () μεζον
τό μεζον, το μείζονος, τ μείζονι, τό μεζον, () μεζον
 
Πληθυντικός
ο μείζονες /μείζους, τν μειζόνων, τος μείζοσι(ν), τούς μείζονας /μείζους, () μείζονες /μείζους
α μείζονες /μείζους, τν μειζόνων, τας μείζοσι(ν), τάς μείζονας /μείζους, () μείζονες /μείζους
τά μείζονα /μείζω, τν μειζόνων, τος μείζοσι(ν), τά μείζονα /μείζω, () μείζονα /μείζω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
μέγιστος, το μεγίστου, τ μεγίστ, τον μέγιστον, () μέγιστε
μεγίστη, τς μεγίστης, τ μεγίστ, τήν μεγίστην, () μεγίστη
τό μέγιστον, το μεγίστου, τ μεγίστ, τό μέγιστον, () μέγιστον
 
Πληθυντικός
ο μέγιστοι, τν μεγίστων, τος μεγίστοις, τούς μεγίστους, () μέγιστοι
α μέγισται, τν μεγίστων, τας μεγίσταις, τάς μεγίστας, () μέγισται
τά μέγιστα, τν μεγίστων, τος μεγίστοις, τά μέγιστα, () μέγιστα
 
6. ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον & , ῥᾴδιος, τό ῥᾴδιον (= εύκολος, πρόθυμος, απερίσκεπτος)
Συγκριτικός: , ῥᾴων, τ ῥᾷον
Υπερθετικός: ῥᾷστος, ῥᾴστη, τό ῥᾷστον
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
ῥᾴων, το ῥᾴονος, τ ῥᾴονι, τόν ῥᾴονα /ῥᾴω, () ῥᾷον
ῥᾴων            , τς ῥᾴονος, τ ῥᾴονι, τήν ῥᾴονα /ῥᾴω, () ῥᾷον
τό ῥᾷον, το ῥᾴονος, τ ῥᾴονι, τό ῥᾷον, () ῥᾷον
 
Πληθυντικός
ο ῥᾴονες /ῥᾴους, τν ῥᾳόνων, τος ῥᾴοσι(ν), τούς ῥᾴονας /ῥᾴους, () ῥᾴονες /ῥᾴους
α ῥᾴονες /ῥᾴους, τν ῥᾳόνων, τας ῥᾴοσι(ν)       , τάς ῥᾴονας /ῥᾴους, () ῥᾴονες /ῥᾴους
τά ῥᾴονα /ῥᾴω          , τν ῥᾳόνων, τος ῥᾴοσι(ν), τά ῥᾴονα /ῥᾴω, () ῥᾴονα /ῥᾴω
 
Κλίση υπερθετικού βαθμού
 
Ενικός
ῥᾷστος, το ῥᾴστου, τ ῥᾴστ, τόν ῥᾷστον, () ῥᾷστε
ῥᾴστη, τς ῥᾴστης, τ ῥᾴστ, τήν ῥᾴστην, () ῥᾴστη
τό ῥᾷστον, το ῥᾴστου, τ ῥᾴστ, τό ῥᾷστον, () ῥᾷστον
 
Πληθυντικός
ο ῥᾷστοι, τν ῥᾴστων, τος ῥᾴστοις, τούς ῥᾴστους, () ῥᾷστοι
α ῥᾷσται, τν ῥᾴστων, τας ῥᾴσταις, τάς ῥᾴστας, () ῥᾷσται
τά ῥᾷστα, τν ῥᾴστων, τος ῥᾴστοις, τά ῥᾷστα, () ῥᾷστα
 
7. ταχύς, ταχεα, ταχύ (= γρήγορος, αιφνίδιος) 
Συγκριτικός: , θάττων, τ θττον
Υπερθετικός: τάχιστος, ταχίστη, τάχιστον
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
θάττων, το θάττονος, τ θάττονι, τόν θάττονα /θάττω, () θττον
θάττων, τς θάττονος, τ θάττονι, τήν θάττονα /θάττω, () θττον
τό θττον, το θάττονος, τ θάττονι, τό θττον, () θττον
 
Πληθυντικός
ο θάττονες /θάττους, τν θαττόνων, τος θάττοσι(ν), τούς θάττονας /θάττους, () θάττονες /θάττους
α θάττονες /θάττους, τν θαττόνων, τας θάττοσι(ν), τάς θάττονας /θάττους, () θάττονες /θάττους
τά θάττονα /θάττω, τν θαττόνων, τος θάττοσι(ν), τά θάττονα /θάττω, () θάττονα /θάττω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
τάχιστος, το ταχίστου, τ ταχίστ, τον τάχιστον, () τάχιστε
ταχίστη, τς ταχίστης, τ ταχίστ, τήν ταχίστην, () ταχίστη
τό τάχιστον, το ταχίστου, τ ταχίστ, τό τάχιστον, () τάχιστον
 
Πληθυντικός
ο τάχιστοι, τν ταχίστων, τος ταχίστοις, τούς ταχίστους, () τάχιστοι
α τάχισται, τν ταχίστων, τας ταχίσταις, τάς ταχίστας, () τάχισται
τά τάχιστα, τν ταχίστων, τος ταχίστοις, τά τάχιστα, () τάχιστα
 
8. γαθός, γαθή, γαθόν (= καλός, γενναίος, ευγενής, ενάρετος)
Συγκριτικός: , μείνων, τ μεινον / Υπερθ: ριστος, ρίστη, ριστον
Συγκριτικός: , βελτίων, τ βέλτιον / Υπερθ: βέλτιστος, βελτίστη, τό βέλτιστον
Συγκριτικός: , κρείττων, τ κρεττον / Υπερθ: κράτιστος, κρατίστη, κράτιστον
Συγκριτικός: , λων, τ λον / Υπερθ: λστος, λστη, λστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
μείνων, το μείνονος, τ μείνονι, τόν μείνονα /μείνω, () μεινον
μείνων, τς μείνονος, τ μείνονι, τήν μείνονα /μείνω, () μεινον
τό μεινον, το μείνονος, τ μείνονι, τό μεινον, () μεινον
 
Πληθυντικός
ο μείνονες /μείνους, τν μεινόνων, τος μείνοσι(ν), τούς μείνονας /μείνους, () μείνονες /μείνους
α μείνονες /μείνους, τν μεινόνων, τας μείνοσι(ν), τάς μείνονας /μείνους, () μείνονες /μείνους
τά μείνονα /μείνω, τν μεινόνων, τος μείνοσι(ν), τά μείνονα /μείνω, () μείνονα /μείνω
 
Ενικός
βελτίων, το βελτίονος, τ βελτίονι, τόν βελτίονα ή βελτίω, () βέλτιον
βελτίων, τς βελτίονος, τ βελτίονι, τήν βελτίονα ή βελτίω, () βέλτιον
τό βέλτιον, το βελτίονος, τ βελτίονι, τό βέλτιον, () βέλτιον
 
Πληθυντικός
ο βελτίονες ή βελτίους, τν βελτιόνων, τος βελτίοσι(ν), τούς βελτίονας ή βελτίους,  () βελτίονες ή βελτίους
α βελτίονες ή βελτίους, τν βελτιόνων, τας βελτίοσι(ν), τάς βελτίονας ή βελτίους,  () βελτίονες ή βελτίους
τά βελτίονα ή βελτίω, τν βελτιόνων, τος βελτίοσι(ν), τά βελτίονα ή βελτίω, () βελτίονα ή βελτίω
 
Ενικός
κρείττων, το κρείττονος, τ κρείττονι, τόν κρείττονα ή κρείττω, () κρεττον
κρείττων, τς κρείττονος, τ κρείττονι, τήν κρείττονα ή κρείττω, () κρεττον
τό κρεττον, το κρείττονος, τ κρείττονι, τό κρεττον, () κρεττον
 
Πληθυντικός
ο κρείττονες ή κρείττους, τν κρειττόνων, τος κρείττοσι(ν), τούς κρείττονας ή κρείττους, () κρείττονες ή κρείττους
α κρείττονες ή κρείττους, τν κρειττόνων, τας κρείττοσι(ν), τάς κρείττονας ή κρείττους, () κρείττονες ή κρείττους
τά κείττονα ή κρείττω, τν κρειττόνων, τος κρείττοσι(ν), τά κρείττονα ή κρείττω, () κρείττονα ή κρείττω
 
Ενικός
λων, το λονος, τ λονι, τόν λονα /λω, () λον
λων, τς λονος, τ λονι, τήν λονα /λω, () λον
τό λον, το λονος, τ λονι, τό λον, () λον
 
Πληθυντικός
ο λονεςους, τν λόνων, τος λοσι(ν), τούς λονας /λους, () λονες /λους
α λονες /λους, τν λόνων, τας λοσι(ν), τάς λονας /λους, () λονες /λους
τά λονα /λω, τν λόνων, τος λοσι(ν), τά λονα /λω, () λονα /λω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
ριστος, το ρίστου, τ ρίστ, τόν ριστον, () ριστε
ρίστη, τς ρίστης, τ ρίστ, τήν ρίστην, () ρίστη
τό ριστον, το ρίστου, τ ρίστ, τό ριστον, () ριστον
 
Πληθυντικός
ο ριστοι, τν ρίστων, τος ρίστοις, τούς ρίστους, () ριστοι
α ρισται, τν ρίστων, τας ρίσταις, τάς ρίστας, () ρισται
τά ριστα, τν ρίστων, τος ρίστοις, τά ριστα, () ριστα
 
Ενικός
βέλτιστος, το βελτίστου, τ βελτίστ, τον βέλτιστον, () βέλτιστε
βελτίστη, τς βελτίστης, τ βελτίστ, τήν βελτίστην, () βελτίστη
τό βέλτιστον, το βελτίστου, τ βελτίστ, τό βέλτιστον, () βέλτιστον
 
Πληθυντικός
ο βέλτιστοι, τν βελτίστων, τος βελτίστοις, τούς βελτίστους, () βέλτιστοι
α βέλτισται, τν βελτίστων, τας βελτίσταις, τάς βελτίστας, () βέλτισται
τά βέλτιστα, τν βελτίστων, τος βελτίστοις, τά βέλτιστα, () βέλτιστα
 
Ενικός
κράτιστος, το κρατίστου, τ κρατίστ, τον κράτιστον, () κράτιστε
κρατίστη, τς κρατίστης, τ κρατίστ, τήν κρατίστην, () κρατίστη
τό κράτιστον, το κρατίστου, τ κρατίστ, τό κράτιστον, () κράτιστον
 
Πληθυντικός
ο κράτιστοι, τν κρατίστων, τος κρατίστοις, τούς κρατίστους, () κράτιστοι
α κράτισται, τν κρατίστων, τας κρατίσταις, τάς κρατίστας, () κράτισται
τά κράτιστα, τν κρατίστων, τος κρατίστοις, τά κράτιστα, () κράτιστα
 
Ενικός
λστος, το λστου, τ λστ, τόν λστον, () λστε
λστη, τς λστης, τ λστ, τήν λστην, () λστη
τό λστον, το λστου, τ λστ, τό λστον, () λστον
 
Πληθυντικός
ο λστοι, τν λστων, τος λστοις, τούς λστους, () λστοι
α λσται, τν λστων, τας λσταις, τάς λστας, () λσται
τά λστα, τν λστων, τος λστοις, τά λστα, () λστα
 
9. κακός, κακή, κακόν (= κακός, ανάξιος, άθλιος, οδυνηρός)
Συγκριτικός: , κακίων, τ κάκιον / Υπερθ: κάκιστος, κακίστη, τό κάκιστον
Συγκριτικός: , χείρων, τ χερον / Υπερθ: χείριστος, χειρίστη, τό χείριστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
κακίων, το κακίονος, τ κακίονι, τόν κακίονα /κακίω, () κάκιον
κακίων, τς κακίονος, τ κακίονι, τήν κακίονα /κακίω, () κάκιον
τό κάκιον, το κακίονος, τ κακίονι, τό κάκιον, () κάκιον
 
Πληθυντικός
ο κακίονες /κακίους, τν κακιόνων, τος κακίοσι(ν), τούς κακίονας /κακίους, () κακίονες /κακίους
α κακίονες /κακίους, τν κακιόνων, τας κακίοσι(ν), τάς κακίονας /κακίους, () κακίονες /κακίους
τά κακίονα /κακίω, τν κακιόνων, τος κακίοσι(ν), τά κακίονα /κακίω, () κακίονα /κακίω
 
Ενικός
χείρων, το χείρονος, τ χείρονι, τόν χείρονα ή χείρω, () χερον
χείρων, τς χείρονος, τ χείρονι, τήν χείρονα ή χείρω, () χερον
τό χερον, το χείρονος, τ χείρονι, τό χερον, () χερον
 
Πληθυντικός
ο χείρονες ή χείρους, τν χειρόνων, τος χείροσι(ν), τούς χείρονας ή χείρους, () χείρονες ή χείρους
α χείρονες ή χείρους, τν χειρόνων, τας χείροσι(ν), τάς χείρονας ή χείρους, () χείρονες ή χείρους
τά χείρονα ή χείρω, τν χειρόνων, τος χείροσι(ν), τά χείρονα ή χείρω, () χείρονα ή χείρω
 
Κλίση υπερθετικών
 
Ενικός
κάκιστος, το κακίστου, τ κακίστ, τον κάκιστον, () κάκιστε
κακίστη, τς κακίστης, τ κακίστ, τήν κακίστην, () κακίστη
τό κάκιστον, το κακίστου, τ κακίστ, τό κάκιστον, () κάκιστον
 
Πληθυντικός
ο κάκιστοι, τν κακίστων, τος κακίστοις, τούς κακίστους, () κάκιστοι
α κάκισται, τν κακίστων, τας κακίσταις, τάς κακίστας, () κάκισται
τά κάκιστα, τν κακίστων, τος κακίστοις, τά κάκιστα, () κάκιστα
 
Ενικός
χείριστος, το χειρίστου, τ χειρίστ, τον χείριστον, () χείριστε
χειρίστη, τς χειρίστης, τ χειρίστ, τήν χειρίστην, () χειρίστη
τό χείριστον, το χειρίστου, τ χειρίστ, τό χείριστον, () χείριστον
 
Πληθυντικός
ο χείριστοι, τν χειρίστων, τος χειρίστοις, τούς χειρίστους, () χείριστοι
α χείρισται, τν χειρίστων, τας χειρίσταις, τάς χειρίστας, () χείρισται
τά χείριστα, τν χειρίστων, τος χειρίστοις, τά χείριστα, () χείριστα
 
10. μακρός, μακρά, μακρόν (= μακρύς, μακρινός, μακροχρόνιος)
Συγκριτικός: μακρότερος, μακροτέρα, τό μακρότερον
Υπερθετικός: μακρότατος, μακροτάτη, τό μακρότατον
Υπερθετικός: μήκιστος, μηκίστη, τό μήκιστον
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού 
 
Ενικός
μακρότερος - το μακροτέρου - τ μακροτέρ - τό μακρότερον - () μακρότερε
μακροτέρα - τς μακροτέρας - τ μακροτέρ - τήν μακροτέραν - () μακροτέρα
τό μακρότερον - το μακροτέρου - τ μακροτέρ - τό μακρότερον - () μακρότερον
 
Πληθυντικός
ο μακρότεροι - τν μακροτέρων - τος μακροτέροις - τούς μακροτέρους - () μακρότεροι
α μακρότεραι - τν μακροτέρων - τας μακροτέραις - τάς μακροτέρας - () μακρότεραι
τά μακρότερα - τν μακροτέρων - τος μακροτέροις - τά μακρότερα - () μακρότερα
 
Κλίση υπερθετικών
 
Ενικός
μακρότατος - το μακροτάτου - τ μακροτάτ - τόν μακρότατον - () μακρότατε
μακροτάτη - τς μακροτάτης - τ μακροτάτ - τήν μακροτάτην - () μακροτάτη
τό μακρότατον - το μακροτάτου - τ μακροτάτ - τό μακρότατον - () μακρότατον
 
Πληθυντικός
ο μακρότατοι - τν μακροτάτων - τος μακροτάτοις - τούς μακροτάτους - () μακρότατοι
α μακρόταται - τν μακροτάτων - τας μακροτάταις - τάς μακροτάτας - () μακρόταται
τά μακρότατα - τν μακροτάτων - τος μακροτάτοις - τά μακρότατα - () μακρότατα
 
Ενικός
μήκιστος, το μηκίστου, τ μηκίστ, τόν μήκιστον, () μήκιστε
μηκίστη, τς μηκίστης, τ μηκίστ, τήν μηκίστην, () μηκίστη
τό μήκιστον, το μηκίστου, τ μηκίστ, τό μήκιστον, () μήκιστον
 
Πληθυντικός
ο μήκιστοι, τν μηκίστων, τος μηκίστοις, τούς μηκίστους, () μήκιστοι
α μήκισται, τν μηκίστων, τας μηκίσταις, τάς μηκίστας, () μήκισται
τά μήκιστα, τν μηκίστων, τος μηκίστοις, τά μήκιστα, () μήκιστα
 
11. μικρός, μικρά, μικρόν (= μικρός, λίγος, μηδαμινός, ασήμαντος)
Συγκριτικός: μικρότερος, μικροτέρα, τό μικρότερον
Υπερθετικός: μικρότατος, μικροτάτη, τό μικρότατον
Συγκριτικός: , λάττων, τ λαττον / Υπερθ: λάχιστος, λαχίστη, τό λάχιστον
Συγκριτικός: , ττων, τ ττον / Υπερθ: κιστος, κίστη, τό κιστον
Το κιστα (πληθυντικό ουδετέρου, υπερθετικού) σε επιρρηματική χρήση: = ελάχιστα
 
Κλίση συγκριτικών
 
Ενικός
μικρότερος - το μικροτέρου - τ μικροτέρ - τό μικρότερον - () μικρότερε
μικροτέρα - τς μικροτέρας - τ μικροτέρ - τήν μικροτέραν - () μικροτέρα
τό μικρότερον - το μικροτέρου - τ μικροτέρ - τό μικρότερον - () μικρότερον
 
Πληθυντικός
ο μικρότεροι - τν μικροτέρων - τος μικροτέροις - τούς μικροτέρους - () μικρότεροι
α μικρότεραι - τν μικροτέρων - τας μικροτέραις - τάς μικροτέρας - () μικρότεραι
τά μικρότερα - τν μικροτέρων - τος μικροτέροις - τά μικρότερα - () μικρότερα
 
Ενικός
λάττων, το λάττονος, τ λάττονι, τόν λάττονα /λάττω, () λαττον
λάττων, τς λάττονος, τ λάττονι, τήν λάττονα /λάττω, () λαττον
τό λαττον, το λάττονος, τ λάττονι, τό λαττον, () λαττον
 
Πληθυντικός
ο λάττονες /λάττους, τν λαττόνων, τος λάττοσι(ν), τούς λάττονας /λάττους, () λάττονες /λάττους
α λάττονες /λάττους, τν λαττόνων, τας λάττοσι(ν), τάς λάττονας /λάττους, () λάττονες /λάττους
τά λάττονα /λάττω, τν λαττόνων, τος λάττοσι(ν), τά λάττονα /λάττω, () λάττονα /λάττω
 
Ενικός
ττων, το ττονος, τ ττονι, τόν ττονα, () ττον
ττων, τς ττονος, τ ττονι, τήν ττονα, () ττον
τό ττον, το ττονος, τ ττονι, τό ττον, () ττον
 
Πληθυντικός
ο ττονες /ττους, τν ττόνων, τος ττοσι(ν), τούς ττονας /ττους, () ττονες /ττους
α ττονες /ττους, τν ττόνων, τας ττοσι(ν), τάς ττονας /ττους, () ττονες /ττους
τά ττονα /ττω, τν ττόνων, τος ττοσι(ν), τά ττονα /ττω, () ττονα /ττω
 
Κλίση υπερθετικών
 
Ενικός
μικρότατος - το μικροτάτου - τ μικροτάτ - τόν μικρότατον - () μικρότατε
μικροτάτη - τς μικροτάτης - τ μικροτάτ - τήν μικροτάτην - () μικροτάτη
τό μικρότατον - το μικροτάτου - τ μικροτάτ - τό μικρότατον - () μικρότατον
 
Πληθυντικός
ο μικρότατοι - τν μικροτάτων - τος μικροτάτοις - τούς μικροτάτους - () μικρότατοι
α μικρόταται - τν μικροτάτων - τας μικροτάταις - τάς μικροτάτας - () μικρόταται
τά μικρότατα - τν μικροτάτων - τος μικροτάτοις - τά μικρότατα - () μικρότατα
 
Ενικός
λάχιστος, το λαχίστου, τ λαχίστ, τόν λάχιστον, () λάχιστε
λαχίστη, τς λαχίστης, τ λαχίστ, τήν λαχίστην, () λαχίστη
τό λάχιστον, το λαχίστου, τ λαχίστ, τό λάχιστον, () λάχιστον
 
Πληθυντικός
ο λάχιστοι, τν λαχίστων, τος λαχίστοις, τούς λαχίστους, () λάχιστοι
α λάχισται, τν λαχίστων, τας λαχίσταις, τάς λαχίστας, () λάχισται
τά λάχιστα, τν λαχίστων, τος λαχίστοις, τά λάχιστα, () λάχιστα
 
Ενικός
κιστος, το κίστου, τ κίστ, τόν κιστον, () κιστε
κίστη, τς κίστης, τ κίστ, τήν κίστην, () κίστη
τό κιστον, το κίστου, τ κίστ, τό κιστον, () κιστον
 
Πληθυντικός
ο κιστοι, τν κίστων, τος κίστοις, τούς κίστους, () κιστοι
α κισται, τν κίστων, τας κίσταις, τάς κίστας, () κισται
τά κιστα, τν κίστων, τος κίστοις, τά κιστα, () κιστα
 
12. λίγος, λίγη, λίγον (= πολύ λίγος, μικρός)
Συγκριτικός: , μείων, τ μεον / Υπερθ: λίγιστος, λιγίστη, τό λίγιστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
μείων, το μείονος, τ μείονι, τόν μείονα, () μεον
μείων, τς μείονος, τ μείονι, τήν μείονα, () μεον
τό μεον, το μείονος, τ μείονι, τό μεον, () μεον
 
Πληθυντικός
ο μείονες /μείους, τν μειόνων, τος μείοσι(ν), τούς μείονας /μείους, () μείονες /μείους
α μείονες /μείους, τν μειόνων, τας μείοσι(ν), τάς μείονας /μείους, () μείονες /μείους
τά μείονα /μείω, τν μειόνων, τος μείοσι(ν), τά μείονα /μείω, () μείονα /μείω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
λίγιστος, το λιγίστου, τ λιγίστ, τόν λίγιστον, () λίγιστε
λιγίστη, τς λιγίστης, τ λιγίστ, τήν λιγίστην, () λιγίστη
τό λίγιστον, το λιγίστου, τ λιγίστ, τό λίγιστον, () λίγιστον
 
Πληθυντικός
ο λίγιστοι, τν λιγίστων, τος λιγίστοις, τούς λιγίστους, () λίγιστοι
α λίγισται, τν λιγίστων, τας λιγίσταις, τάς λιγίστας, () λίγισται
τά λίγιστα, τν λιγίστων, τος λιγίστοις, τά λίγιστα, () λίγιστα
 
13. πολύς, πολλή, πολύ (= πολύς, ισχυρός, πυκνός, σπουδαίος)
Συγκριτικός: , πλείων, τ πλέον / Υπερθ: πλεστος, πλείστη, τό πλεστον
 
Κλίση θετικού βαθμού
 
Ενικός
πολύς, το πολλο, τ πολλ, τόν πολύν, () πολύ
πολλή, τς πολλς, τ πολλ, τήν πολλήν, () πολλή
τό πολύ, το πολλο, τ πολλ, τό πολύ, () πολύ
 
Πληθυντικός
ο πολλοί, τν πολλν, τος πολλος, τούς πολλούς, () πολλοί
α πολλαί, τν πολλν, τας πολλας, τάς πολλάς, () πολλαί
τά πολλά, τν πολλν, τος πολλος, τά πολλά, () πολλά
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
πλείων, το πλείονος, τ πλείονι, τόν πλείονα /πλείω, () πλεον
πλείων, τς πλείονος, τ πλείονι, τήν πλείονα /πλείω, () πλεον
τό πλέον, το πλείονος, τ πλείονι, τό πλέον, () πλέον
 
Πληθυντικός
ο πλείονες /πλείους, τν πλειόνων, τος πλείοσι(ν), τούς πλείονας /πλείους, () πλείονες /πλείους
α πλείονες /πλείους, τν πλειόνων, τας πλείοσι(ν), τάς πλείονας /πλείους, () πλείονες /πλείους
τά πλείονα /πλείω, τν πλειόνων, τος πλείοσι(ν), τά πλείονα /πλείω, () πλείονα /πλείω
 
Κλίση υπερθετικού βαθμού
 
Ενικός
πλεστος, το πλείστου, τ πλείστ, τόν πλεστον     , () πλεστε
πλείστη, τς πλείστης, τ πλείστ, τήν πλείστην, () πλείστη
τό πλεστον, το πλείστου, τ πλείστ, τό πλεστον, () πλεστον
 
Πληθυντικός
ο πλεστοι, τν πλείστων, τος πλείστοις, τούς πλείστους, () πλεστοι
α πλεσται, τν πλείστων, τας πλείσταις, τάς πλείστας, () πλεσται
τά πλεστα, τν πλείστων, τος πλείστοις, τά πλεστα, () πλεστα
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...